Νότια Κρήτη
Πύλη Εισόδου
Την ώρα που οι μεταναστευτικές ροές έχουν γίνει ανεξέλεγκτες οι Υπουργοί εμφανίζονται καθησυχαστικοί
Οι ασκούντες εξουσία, χάρη στην ψήφο και στην εμπιστοσύνη των πολιτών, απαιτείται πάντα να αποδεικνύουν έμπρακτα ότι μπορούν να σταθούν στο ύψος των περιστάσεων, ειδικά των δύσκολων που σε αυτή τη χώρα δεν λείπουν ποτέ. Δυστυχώς αυτό δεν συμβαίνει, όπως έχουμε διαπιστώσει πάρα πολλές φορές , με πιο πρόσφατη την μάλλον χλιαρή στάση μπροστά στην πρωτοφανή κατάσταση που ζούμε εδώ και αρκετό καιρό, με τις απανωτές αφίξεις, δια θαλάσσης, αλλοδαπών στον κρητικό νότο που έχει μετατραπεί σε «πύλη εισόδου» στην Ευρώπη για πλήθος απελπισμένων ανθρώπων που ελπίζουν σε μια καλύτερη μοίρα επί ευρωπαϊκού εδάφους. Το πρόβλημα των παντελώς ανεξέλεγκτων ροών είναι τεράστιο, οι αριθμοί μιλάνε από μόνοι τους, οι αφίξεις είναι πλέον καθημερινές (!) και όμως η πολιτεία φαίνεται να έχει πιαστεί στον ύπνο.
Χαρακτηριστικό είναι το ότι την ώρα που ανταποκριτές ξένων μέσων ενημέρωσης σήκωναν ψηλά το θέμα των ροών στον κρητικό νότο, αναλύοντας το «γιατί η Γαύδος κινδυνεύει να γίνει η νέα Λαμπεντούζα» (το νησί που αποτελεί το πρώτο ιταλικό έδαφος που συναντούν οι προερχόμενοι από τη βόρεια Αφρική αλλοδαποί και έχει δεχτεί δυσανάλογα μεγάλες ροές) ο τότε Υπουργός Μετανάστευσης & Ασύλου, Δημήτρης Καιρίδης, επέμενε να εμφανίζεται «καθησυχαστικός». «Η Γαύδος δεν θα γίνει Λαμπεντούζα», υποστήριξε, με αξιοσημείωτη σιγουριά, ο πρώην πλέον Υπουργός που δεν έδειξε να θορυβείται από το γεγονός ότι οι «αφίξεις» στην νότια Κρήτη ήταν πια καθημερινό φαινόμενο. Στα ίδια «καθησυχαστικά», χνάρια φοβόμαστε ότι κινείται και ο διάδοχος του στο υπουργείο.
Την ίδια ώρα, προχωρούν τα σχέδια του Υπουργείου Μετανάστευσης να δημιουργηθούν στην Κρήτη, δομές βραχύβιας διαμονής των αλλοδαπών που καταφθάνουν, δια θαλάσσης, στον κρητικό νότο. Αναζητούνται χώροι γι αυτό, προφανέστατα πλησίον των ακτών του νότιου κρητικού πελάγους, όπου καταφθάνει ο όγκος των αφιχθέντων. Το μέγα ζητούμενο βέβαια είναι η χώρα μας και η Ευρωπαϊκή Ένωση στο σύνολο της – η οποία οφείλει να συνδράμει τις χώρες που σηκώνουν όλο το βάρος- να μην περιοριστούν στη δημιουργία «χώρων φιλοξενίας» αλλά να εστιάσουν στην καίρια αντιμετώπιση του μέγιστου αυτού θέματος, που φαίνεται πια ανεξέλεγκτο.