Νότια Κρήτη
Η αφιέρωση της Χαριστής Κουκουμπεδάκη στον αδικοχαμένο Λαχειόκωστα
Στην βραδιά ύμνος στην Κρήτη & τους καλλιτέχνες της από την Μητρόπολη Γορτύνης & Αρκαδίας.
Η αφιερωμένη σε Κρητικούς Καλλιτέχνες, ποιητές, λυράρηδες & λαουτιέρηδες, Τιμητική Συναυλία που πραγματοποιήθηκε την περασμένη Τετάρτη στο -ασφυκτικά γεμάτο από κόσμο- Αμφιθέατρο του Πολιτιστικού Κέντρου της Μητρόπολης Γορτύνης & Αρκαδίας στις Μοίρες, το βράδυ της 23ης Αυγούστου, ήταν απόλυτα επιτυχημένη.
Ανάμεσα στα πρόσωπα που τιμήθηκαν ήταν και η γνωστή μαντιναδολογος Χαριστή Κουκουμπεδάκη από τη Γαλιά η οποία έγραψε ειδικά για την περίσταση και διάβασε η ίδια από σκηνής, τα εξής: «Απ΄ το περβόλι τση καρδιάς, μια μοσχοκαλησπέρα, σ΄ όλους θα πω, μα ξέχωρα στον Άγιο μας πατέρα: Να ναι πολλά τα έτη σου Άγιε Μητροπολίτη που την παράδοση τιμάς κι ολόκληρη την Κρήτη. Σκύφτω με ταπεινότητα και σου φιλώ τη χέρα για την τιμή ετούτηνε σεβάσμιε πατέρα. Να στέκεις θαλασσόβραχος, δίπλα στο ποίμνιο σου κι ο Ιησούς Χριστός να σου κλουθά και να ναι στο πλευρό σου. Και στο χοράρχη καρδιακές, πολλές ευχές του δίνω, να ναι γερός να στέκεται σαν του Αορίου τον πρίνο.
Στον Γαλιανό που αετός είναι και ξεκορφίζει και κάστρο τση παράδοσης, τση μουσικής μας, χτίζει, θα πω χαλάλι ντου η γης να ναι απού σαλεύγει κι ένα αιώνα μα και πλιά, να ζει να βασιλεύγει…».
«Δεν θα ξεχάσω το σαιτομάχερο
τση φεύγα σου το κοφτερό…»
Μέσα σε κλίμα έντονης συγκίνησης η τιμώμενη Χαριστή Κουκουμπεδάκη διάβασε στίχους που έγραψε στη μνήμη του συζύγου της Κωστή Κουκουμπεδάκη, του γνωστού σε όλη τη Μεσαρά λαχειοπώλη που έχασε τη ζωή του τον περασμένο Μάιο σε τροχαίο.
«Στη μνήμη του αγαπημένου μου συζύγου που έφυγε νωρίς και τόσο άδικα, αφήνοντας πίσω του θλίψη μα και το νάμι τση αθρωπιάς, θέλω να αφιερώσω ένα ποίημα με τίτλο «Δεν θα ξεχάσω»:
«Δεν θα ξεχάσω που τση δυσκολιές, σφιχτά με εκράθιες απ΄τη χέρα,
κι ήσουν στη δίψα μου διαμαντοκρούσταλη πηγή
και στα ψηλόκορφα για να πετάξω, μου ΄δινες φτερά κι αέρα
και μ έκανες να αισθάνομαι η πλουσιότερη σ΄αυτή τη γη.
Δε θα ξεχάσω που σαν ήλιος αχτινόλουζες τον ουρανό μου
και λάμψη μου δινες και θαλπωρή και ζεστασά
μα φυγες και το γέλιο επόσβησε το φωτεινό μου
και μοιάζει η ζήση μου μ΄αγριεμένη φουσκοθαλασσά.
Δε θα ξεχάσω που μ ανέβαζες ψηλά στ αστέρια
και μ είχες σαν βασίλισσα κι αρχόντισσα κερά
και με θετες στα πούπουλα μα και στα δυό σου χέρια,
μύριες φορές είχα γνωρίσει τη χρυσόπλουμη χαρά.
Δε θα ξεχάσω που με πόσκιαζες στς αγάπης τα ψηλά τα κάστρα σου
και με ταξίδευες στων αματιών σου τον πλατυδερό γιαλό
και μ είχες καρναδόβιολα στη φιλντισένια γλάστρα σου
για να ΄μαι ευτυχισμένη μια ζωή και να γελώ.
Δε θα ξεχάσω το σαιτομάχερο τση φεύγα σου το κοφτερό
π΄ άνοιξε βαθιοσκάλιστη πληγή στα σωψυχα μου
και δε θα γιατρευτει ως κιανέ κάνω υπομονή με τον καιρό,
μήτε θ αρνέψει μα θα κλαίει σαν το ορφανοπαίδι η καρδιά μου
Δε θα ξεχάσω που με πρόστρεχες σαφή κι είχες την έγνοια μου,
μη γκλάψω, μην πονέσω και να μην σου στενοχωρηθώ,
σκέψη χιλιάκριβη του νου μαλαματένια μου
που άδικα εγοργομίσεψες στση νιότης στση ακριβή σου τον ανθό…»