Νότια Κρήτη
Να ‘σουν αέρας να’ μπαινες… αφιέρωμα με αφορμή τα 34 χρόνια από το θάνατο του Παντελή Σταυρουλάκη!
Τριάντα τέσσερα χρόνια έκλεισαν πριν από λίγες ημέρες (σκοτώθηκε στις 8/9/1982) , από τότε που ο Σταυρουλάκης Παντελής , το αϊδόνι της Ανατολικής Μεσαράς έφυγε για πάντα από κοντά μας. Με αφορμή λοιπόν τον θάνατο του τον Σεπτέμβρη του 1982, το apopsilive.gr επέλεξε να κάνει το παρακάτω αφιέρωμα:
ΣΤΑΥΡΟΥΛΑΚΗΣ ΠΑΝΤΕΛΗΣ
Ο Παντελής Σταυρουλάκης, από το χωριό Χάρακας της επαρχίας Μονοφατσίου του νομού Ηρακλείου, γεννήθηκε το 1934 και σκοτώθηκε το 1982 σε ηλικία 48 ετών από ατύχημα.
Θεωρείται ένας από τους αγαπημένους λυράρηδες της κεντρικής Κρήτης και η μνήμη του είναι πάντα φρέσκια στο νου και την ψυχή των Κρητικών μερακλήδων, ενώ ένα από τα συρτά που δημιούργησε με τίτλο: «Να ‘σουν αέρας» θεωρείται πλέον κλασικό και παίζεται από τους περισσότερους νέους λυράρηδες του νησιού μας, συνοδευόμενο από την μαντινάδα:
“Να ‘σουν αέρας να ‘μπαινες μέσα στα σωθικά μου
να ‘θώρειες ποιά ‘ναι η γι-αφορμή και καίγετ’ η καρδιά μου”.
Ο Παντελής Σταυρουλάκης ήταν ένας αυθεντικός απλός άνθρωπος του κρητικού χωριού, από γονείς αγρότες, ενώ και ο πατέρας του έπαιζε λύρα ερασιτεχνικά. Ο ίδιος ο Παντελής έπιασε τη λύρα σε μικρή ηλικία και πρωτόπαιξε επαγγελματικά σε γλέντια της περιοχής στα 16 του χρόνια. Μεγαλώνοντας όμως κάποια στιγμή εγκατέλειψε τη λύρα και ξανάπαιξε μετά από 22 χρόνια παύσης! Το 1965 ηχογράφησε μαζί με τον Γιώργο Κουμιώτη (Καμαράτο) ένα Καλαματιανό που συνέθεσε ο δεύτερος στην μνήμη του Σοφοκλή Βενιζέλου . Σε ηλικία 45 χρονών ο Παντελής Σταυρουλάκης ηχογράφησε τον πρώτο του δίσκο με συνεργάτη το γνωστό λαγουθιέρη και συνεργάτη πολλών μεγάλων λυράρηδων από τους Βώρους Ηρακλείου τον Νίκο Καδιανό. Συνολικά ηχογράφησε δύο δίσκους, ενώ ετοίμαζε έναν τρίτο, που όμως δεν πρόλαβε να τον ηχογραφήσει λόγω του ξαφνικού θανάτου του. Ήταν παντρεμένος με τη Μαρία Αποστολάκη από τον Χάρακα και είχαν δύο κόρες, την Μελανθία και την Κλειώ. Το χειμώνα του 1980, ο Παντελής Σταυρουλάκης βρέθηκε στην Αθήνα, για να ηχογραφήσει την τελευταία του δισκογραφική δουλειά, με τίτλο “Μοίρα δεν σε φοβούμαι πια”, μαζί με τον επίσης αείμνηστο λαουτιέρη από τις Δαφνές Ηρακλείου, Μανούσο Παπατσαρά. Κάποτε του παρουσιάστηκε πρόβλημα υγείας στο στομάχι και έπρεπε να μην ξενυχτά και να μην καπνίζει, κάτι που τον έκαμε να σταματήσει την λύρα. Όμως οι φίλοι και οι παρέες τον πίεζαν να συνεχίσει, οπότε αναγκάστηκε να δώσει την λύρα στον ξάδελφο του Γιάννη Καδιανάκη, που τότε μάθαινε. Στο Ροδάκινο είχε έναν καλό φίλο και του είχε υποσχεθεί ότι θα έπαιζε στον γάμο του. Και πράγματι όταν τον κάλεσε πήρε την λύρα του Γιώργη Δημητράκη από τσι Παρανύμφους και πήγε και έπαιξε. Τότε περνώντας από το Ρέθυμνο παράγγειλε στου Σταγάκη μια καινούργια λύρα. Δεν συνέχισε βέβαια να παίζει όπως πριν, μόνο που ήθελε να ασχοληθεί και να γράψει δίσκους να τονέ θυμούνται, λέει, τα παιδιά του και ο κόσμος. Ο πρώτος δίσκος 45 στροφών που έγραψε είχε τίτλο «Στο γιασεμί κτίζω φωλιά». Το 1970 έγραψε τον πρώτο του μεγάλο δίσκο και μετά τον δεύτερο, «Το μυστικό μου είναι βαρύ». Ετοιμαζότανε να γράψει και τον τρίτο, αλλά δυστυχώς δεν πρόλαβε … Τα ‘χε γραμμένα τα κομμάτια έτοιμα σε κασέτα με τις μαντινάδες και τον τίτλο τους. Ο μακαρίτης ο Μουντάκnς μας είπε τότε που τον ρωτήσαμε, να προσέξομε σε ποιον θα τα δώσουμε να τα παίξει, γιατί ήτανε δύσκολα και αυτός που θα τα παίξει δεν πρέπει να του χαλάσει τη λύρα που έπαιζε. Ερχότανε πολλοί και τα ζnτούσανε … Τελικά τα δώσαμε του Καρπουζάκn όπως ήταν τελειοποιημένα από τον Παντελή. Γιατί πράγματι τα είχε δουλέψει πολύ. Ένα βράδυ, για να σας πω κάτι σχετικό, καθότανε στην τραπεζαρία με τη λύρα και το μαγνητόφωνο δίπλα του, έγραφε ένα συρτό, και εγώ ήμουνα στην κουζίνα και τον άκουγα. Ήμουν κι εγώ μερακλίνα και μ’ άρεσε n μουσική. Μια στιγμή λοιπόν μου λέει: «θα μου κάμεις μια χάρη, αλλά δε θέλω να γελάσεις! Θα παίζω τούτο το συρτό και συ να τόνε χορεύεις να δω αν ταιριάζει ο σκοπός με τα βήματα του χορού!» Και του λέω ευχαρίστως, και έτσι έγινε. Έδινε πολύ σημασία στη λεπτομέρεια… Το ‘λεγε στο Μανώλn τον Τσιβιδίκο, που τον παρακαλούσε να γράψουνε μαζί αυτόν τον τελευταίο δίσκο: «’Ότι αφήσω θέλω να ‘ναι καλό και όμορφο … »
Αφηγείται η κόρη του Κλειώ:
Τον πατέρα μου τον θυμάμαι στο σπίτι με τη μουσική του, το τραγούδι του ανάμεσα σε φίλους, και σε παρέες. Έτσι μεγάλωσα, μέσα στη λύρα, που πάντα όμορφα μας ξυπνούσε πολλές φορές τη νύκτα. Του τραγουδούσα τα τραγούδια που ήθελε να δοκιμάσει στη λύρα. Του άρεσε n φωνή μου. Ήταν πολύ σοβαρός άνθρωπος. Με τη ματιά του τον καταλαβαίναμε. Δε χρειαζότανε να λέει πολλά. Ήταν ιδιαίτερα ευαίσθητος, αλλά σπάνια τον θυμάμαι να θυμώσει … Δεν ήθελε ο κόσμος να τον σχολιάζει.
Του δείχναμε πάντα σεβασμό. Μετά, όταν παντρευτήκαμε κι εγώ κι n αδερφή μου, ερχότανε στα σπίτια μας, και πολλές φορές μου έπαιζε με τη λύρα κάτι καινούργιο να τ’ ακούσω και να το χορέψω να δει πώς ταίριαζε ο χορός με τn μουσική και να του πω τη γνώμη μου. Κάπου έβλεπα ότι μετρούσε τη γνώμη μου. Ίσως επειδή ήμουνα και πιο μικρή, ήμασταν και πιο δεμένοι. Δυστυχώς, πριν τον νιώσουμε περισσότερο, τον χάσαμε. Κι έτσι μόνο τα παιδικά μου χρόνια μου τον θυμίζουν. Τώρα με τις αναμνήσεις, τα τραγούδια του, με τις εκδηλώσεις του κόσμου, που δείχνει να μην τον ξεχνάει, τον φέρνουμε κοντά μας…
Ευχαριστώ την κόρη του και τον πρόεδρου του τοπικού Χάρακα κ. Μπαριτάκη για τις πολύτιμες πληροφορίες .