Νότια Κρήτη
Όταν ο παππούς μου σώθηκε από το όπλο Ναζί στη Γέργερη
Γράφει ο: Mάνος Κουνουγάκης
“Η πιό έντονη ανάμνηση που έχω από τον παππού μου είναι να καθόμαστε στην αυλή του σπιτιού του. Ανάμεσα στα λουλούδια της γιαγιάς να μου λέει ιστορίες από τη ζωή του (…)
Οι αφηγήσεις που χαράχτηκαν πιο έντονα στο παιδικό μυαλό μου ήταν αυτές που αφορούσαν τη γερμανική κατοχή. Με σημαντικότερη την εκτέλεση 25 αμάχων στο χωριό μου Γέργερη Ηρακλείου, την παραμονή της Παναγίας του 1944. Ανάμεσα στους εκτελεσθέντες ήταν και ο αδερφός του παππού μου, Μιχάλης. Μια απώλεια ενός θείου που ποτέ δεν γνώρισα αλλά που η παρουσία του ήταν ορατή σε εκείνο το σπίτι. Ένα πένθος που ζωντάνευε κάθε φορά που συνόδευα τον παππού στο ετήσιο μνημόσυνο για τους εκτελεσθέντες στην Παναγία την Κερά, το βυζαντινό εκκλησάκι όπου έγινε η εκτέλεση.
Στις αφηγήσεις για εκείνα τα γεγονότα ιδιαίτερη εντύπωση μου έκανε η ιστορία ενός καφετζή-παντοπώλη. Την παραμονή της εκτέλεσης αυτός έκανε το τραπέζι στους ναζί. Το τραπέζωμα στους κατακτητές φάνταζε στα μάτια μου σαν κάτι φρικτό. Ωστόσο ταίριαζε με την παράδοση της φιλοξενίας που έβλεπα να τηρείται ευλαβικά όταν ήμουν παιδί στο χωριό μου.
Οι ναζί μάλιστα ικανοποιημένοι από το γεύμα του έδωσαν τη δυνατότητα να σώσει όσους από τους συλληφθέντες γνώριζε. Έτσι κατάφερε να σώσει αρκετούς άντρες. Προσπαθούσα να φανταστώ τις στιγμές της επιλογής. Το να έχεις εξουσία ζωής και θανάτου μου φαινόταν σαν μια κατάσταση που ξεπερνά τα όρια της ανθρώπινης φύσης (…)
Θα σταθώ σε μια ιστορία που άφησε βαθύ αποτύπωμα μέσα μου.
Ο παππούς μου, παιδί ακόμη, εκτελεί καταναγκαστικά έργα μακριά από το χωριό. Ενώ δουλεύει, ζαλίζεται από την κούραση και τις κακουχίες και σταματάει. Ένας ναζί στρατιώτης τον πλησιάζει και αρχίζει να τον βρίζει και να τον χτυπάει. Βγάζει το όπλο του για να τον σκοτώσει.
Την τελευταία στιγμή κάποιος άλλος στρατιώτης μπαίνει μπροστά. Οι δυο στρατιώτες αρχίζουν να παλεύουν. Τελικά ο δεύτερος στρατιώτης επικρατεί και ο παππούς μου σώζεται. Τότε βγάζει μια φωτογραφία και του δείχνει τον γιο του, ένα αγόρι που μοιάζει στο παιδί που μόλις έσωσε.
Συχνά σκέφτομαι πως αν δεν ήταν αυτός ο στρατιώτης, κάποιος που έσπειρε φωτιά και όλεθρο στο νησί μου, ο παππούς μου θα είχε πεθάνει εκείνη τη μέρα. Δεν θα είχε γεννηθεί η μητέρα μου κι έτσι ούτε εγώ (…) Και ούτε εσείς αυτήν τη στιγμή θα διαβάζατε τούτες εδώ τις γραμμές.
Κάθε άνθρωπος, λένε, είναι μια μεγάλη βιβλιοθήκη. Τώρα που ο παππούς μου έχει φύγει από τη ζωή χάθηκαν οι ιστορίες του. Προσπαθώ να θυμηθώ κάποιες. Μα ξεχνάω πολλές λεπτομέρειες. Σκέφτομαι τι καλά θα ήταν να καθόμασταν πάλι στη γεμάτη με λουλούδια αυλή. Ας είναι…” [πηγή: shortstories.gr]
ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ : O Mάνος Κουνουγάκης, με καταγωγή από τη Γέργερη, γεννήθηκε στο Ηράκλειο το 1985. Ζει στην Αθήνα, όπου και εργάζεται ως καθηγητής αγγλικής γλώσσας. Είναι θεατρικός συγγραφέας και καθηγητής Θεατρικής Γραφής. Έχει γράψει τα θεατρικά: “Φίλεμα” (2023), “Το Θαύμα της Αγίας Φόνισσας”, “Άδειος Κόσμος” (2020), “Άνθη, Λίγα Άνθη για τους Νεκρούς” (2019), κ.α.