Πολιτισμός

Το πιο ερωτικό γλυκό των Κρητικών

Το πιο ερωτικό γλυκό των Κρητικών

Ήταν το... πιο ερωτικό γλύκισμα των παλιών Κρητικών. Γι' αυτό και σπάνια το έτρωγε κανείς μόνος του!

A-
A+
18/11/2020 | 18:00

Ήταν το… πιο ερωτικό γλύκισμα των παλιών Κρητικών. Γι’ αυτό και σπάνια το έτρωγε κανείς μόνος του! Το γλύκισμα της συντροφιάς, της παρέας, των πανηγυριών, των μαντεμάτων και των αμφίσημων νοημάτων εξαφανίστηκε μυστηριωδώς στις αρχές της δεκαετίας του 1970 έχοντας διαγράψει μια λαμπρή πορεία πολλών δεκαετιών. Κανένα άλλο τοπικό γλυκό δεν γνώρισε τέτοιες δόξες, κανένα άλλο δεν παρασκευάστηκε σε τέτοιες ποσότητες, κανένα άλλο δεν πρόσφερε τόση χαρά, τόσα γέλια, τόσες εκπλήξεις.

Ο λόγος για την κρητική μαντινάδα. Κι όταν λέμε μαντινάδα δεν εννοούμε μόνο τα γνωστά δεκαπεντασύλλαβα ομοιοκατάληκτα δίστιχα (διατυπωμένα στο κρητικό γλωσσικό ιδίωμα και με ήθος επίσης κρητικό), εννοούμε το εκπληκτικό εφεύρημα μιας άλλης εποχής, τον συνδυασμό του στίχου με το γλύκισμα. Κάποιος ζαχαροπλάστης ή κάποιος ευρηματικός Κρητικός σκέφτηκε κάποτε, μάλλον προς τα τέλη του 19ου αιώνα, να συνδυάσει την τεχνολογία με την παράδοση. Τύπωσε μαντινάδες σε μικρά και λεπτά χαρτάκια, τα τύλιξε σε σχήμα οδοντογλυφίδας και τα πέρασε σε ζαχαρένια δακτυλίδια. Αυτό ήταν! Η ιδέα διαδόθηκε γρήγορα σ’ όλη την Κρήτη. Κάπως έτσι δημιουργήθηκαν καινούργια επαγγέλματα, άνοιξαν καινούργιες βιοτεχνίες και αναπτύχθηκαν οικοτεχνικές δραστηριότητες από τις οποίες έζησαν πολλές – πολλές οικογένειες στην Κρήτη.

Μαρτυρίες τόσο για τον τρόπο παρασκευής όσο και για τον κοινωνικό ρόλο της μαντινάδας, σημαντικές στιγμές της ιστορίας αυτού του τοπικού γλυκίσματος, την αρχή και το τέλος του. Δηλαδή, ποιος ήταν αυτός που το επινόησε πρώτος και ποιοι ήταν οι λόγοι που οδήγησαν στην κατάργησή του.

Ρώτησε τ’ άστρα τ’ ουρανού κι εκείνα θα σου πούνε

Αρχίζομε με μια μαρτυρία. Ο Γιώργος Π., που γεννήθηκε στο Ηράκλειο το 1947, χρωστά πολλά σ’ ένα παιδί που πουλούσε χωνάκια με μαντινάδες το 1966 στο πανηγύρι του Αγίου Παντελεήμονα. Η αφήγησή του:

«Μια χρονιά μετά την αποφοίτησή μας από το Λύκειο σμίξαμε τέσσερις παλιοί συμμαθητές, 19 και 20 χρονών όλοι, και γυρίζαμε τα πανηγύρια και τα γλέντια. Ένας από μας είχε το αυτοκίνητο του πατέρα του, σπάνιο πράμα να είσαι 20 χρονών και να οδηγείς εκείνα τα χρόνια. Πήγαμε, λοιπόν, και στο πανηγύρι του Αγίου Παντελεήμονα στους Κουνάβους. Εκεί συναντήσαμε τρεις κοπελιές, μαθήτριες ακόμη, ένα – δυο χρόνια πιο μικρές από μας. Τις γνωρίζαμε, έμεναν σε κοντινή γειτονιά, τις βλέπαμε μάλιστα συχνά και στην κυριακάτικη βόλτα. Αυτές είχαν πάει στο πανηγύρι με τις οικογένειές τους. Καθίσαμε μαζί τους παράμερα, κουβεντιάζαμε και γελούσαμε. Εγώ καθόμουν στην άκρη, ήμουν ο πιο ντροπαλός της παρέας. Ξαφνικά βλέπω μπροστά μου ένα παιδί ίσαμε 10-12 χρονών μ’ ένα κασονάκι περασμένο στον λαιμό. Πουλούσε διάφορα μικροπράματα, καραμέλες, μαντινάδες, σφυρίχτρες, διάφορα τέτοια.

– Πάρε μαντινάδες, δέκα στο φράγκο, μου λέει και μου δείχνει δυο χωνάκια τυλιγμένα σε χαρτί εφημερίδας.

– Δεν θέλω, του λέω.

– Πάρε και θα δεις ότι θα σου βγει η μαντινάδα. Να τη δώσεις σε μια κοπελιά να μάθεις αν σε αγαπά.

Πετάχτηκε ο διπλανός μου, ο φίλος μου ο Νίκος, το πειραχτήρι της παρέας, και του λέει:

– Σε ποια κοπελιά να την αφιερώσει;

Ο μικρός κοίταξε τις τρεις συνοδούς μας κι έδειξε τη μεσαία.

– Σ’ αυτήν με τα μαύρα μάτια.

Χωρίς να περιμένει πλερωμή πήρε από το κασόνι μια μαντινάδα χύμα και της την έδωσε.

– Αν είναι καλή θα της αγοράσεις ένα χωνάκι, μου λέει. Θα αγοράσεις και για τις άλλες δυο κοπελιές.

Γύρω πανζουρλισμός, γελούσαν οι φίλοι μου, αλλά οι κοπελιές δεν μιλούσαν. Ανοίγει λοιπόν η κοπελιά το χαρτάκι, διαβάζει τη μαντινάδα από μέσα της και βλέπω το πρόσωπό της να κοκκινίζει. Στην αρχή δεν ήθελε να τη διαβάσει δυνατά, αλλά επιμέναμε όλοι. Εγώ καρδιοχτυπούσα. Κι όπως μου είπαν οι άλλοι είχα κοκκινίσει πιο πολύ από την κοπελιά. Ακόμη θυμούμαι τη μαντινάδα:

Ρώτησε  τ’ άστρα τ’ ουρανού κι εκείνα θα σου πούνε

πώς κάθε βράδυ ξενυχτώ κι εσένα συλλογούμαι.

Περιττό να πω ότι αγοράσαμε πολλά χωνάκια με μαντινάδες εκείνη τη μέρα.

Την τελευταία μαντινάδα τη διάβασα εγώ, την είχαμε μελετήσει για μένα, αλλά δεν βρήκα το θάρρος να κοιτάξω την κοπελιά στα μάτια. Κοίταζα κάτω, πάνω, ούτε τους φίλους μου μπορούσα ν’ αντικρύσω, νόμιζα πως θα με καταλάβαιναν:

Ξανοίγεις με, ξανοίγω σε, πράμα ’χομε στο νου μας

έλα να το θαρέψομε μικρή μου ο (γ)εις τ’ αλλού μας.

Όταν ήταν να φύγομε βρήκα το θάρρος και την πλησίασα κρυφά από τους άλλους.

– Αυτό που γράφει η μαντινάδα είναι αλήθεια, της είπα.

Δεν ξέρω πού βρήκα το θάρρος να της πω ότι ξενυχτώ και τη σκέφτομαι.

Την άλλη μέρα δώσαμε το πρώτο μας ραντεβού στο ζαχαροπλαστείο, οι φίλοι μου δεν έμαθαν τίποτα, ντρεπόμουν. Κι όταν παντρευτήκαμε πια δεν σταμάτησα να της αγοράζω μαντινάδες, άλλες βγαίνανε κι άλλες όχι…».

  Η κ. Φραγκάκη τυλίγει μαντινάδες

Ιστορία χαμένη στα ζαχαροπλαστεία του 19ου αιώνα

Η ιστορία της ζαχαρωτής μαντινάδας φαίνεται να ξεκινά στα εργαστήρια των επαγγελματιών ζαχαροπλαστών της Κρήτης κάπου προς τα τέλη του 19ου αιώνα. Ήταν η εποχή ωρίμανσης της επαγγελματικής ζαχαροπλαστικής, οι καταναλωτές των αστικών κέντρων αναζητούσαν προϊόντα που να ταιριάζουν με τις νέες ταυτότητες που δομούνταν εκείνη την εποχή στο νησί. Μια διαρκώς αναπτυσσόμενη αστική τάξη αποτελούμενη από μεγαλοκτηματίες και εμπόρους επέβαλε τα πρότυπά της, έχοντας στραμμένο το βλέμμα στη Δύση. Τα νέα γαστριμαργικά πρότυπα ήταν κυρίως γαλλικά ή, γενικότερα, ευρωπαϊκά, γαλλικά γλυκίσματα και γερμανικές μπύρες διαφημίζονταν στα αστικά κέντρα του νησιού, τα πλοία που συνέδεαν τα μεγάλα λιμάνια με το Τριέστι και τη Σμύρνη δεν έφερναν μόνον επιβάτες, αλλά και εμπορεύματα. Και έπιπλα ευρωπαϊκά για τις μεγαλοαστικές οικογένειες. Και ιδέες! Η σχεδόν ακμαία τάξη των μεγαλοκτηματιών και εμπόρων επιχειρούσε την πολιτιστική αποστασιοποίηση από κάθε τι που της θύμιζε Ανατολή.

Οι νέες τεχνικές της ζαχαροπλαστικής έρχονταν κι αυτές από τη Δύση. Το πρώτο ζαχαροπλαστείο αυτού του τύπου άνοιξε στο Ηράκλειο, και άνοιξε πολύ νωρίς, στα χρόνια της Αιγυπτιοκρατίας, το 1832 ή το 1833· ανήκε στον Γεώργιο Μεταξά, που είχε έρθει από την ελεύθερη Ελλάδα, από τη Σύρο. Οι μυημένοι στη γαλλική και γενικότερα στην ευρωπαϊκή ζαχαροπλαστική τεχνίτες δημιουργούσαν γλυπτική με ζάχαρη, έφτιαχναν διάφορα σχήματα, παρουσίαζαν παρασκευάσματα και γεύσεις προσαρμοσμένα στις απαιτήσεις της νέας εποχής.

Τα νέα προϊόντα έφεραν και τις νέες πρώτες ύλες της ζαχαροπλαστικής στο νησί.

Τίποτα το περίπλοκο δεν είχαν οι ταπεινές ζαχαρωτές μαντινάδες· ένα λεπτό φτηνό χαρτί κι ένα βωλαράκι ζάχαρη. Είχαν, όμως, κι αυτές το μυστικό τους. Κι αυτό το μυστικό λεγόταν δραγάντι! Χωρίς αυτήν την πρώτη ύλη της επαγγελματικής ζαχαροπλαστικής, αυτό το ευρύτατα διαδεδομένο κόμμι που μαλασσόταν με τη ζάχαρη και της προσέδιδε πλαστικότητα, δεν μπορούσε να παρασκευαστεί ζαχαρωτή μαντινάδα.

Είναι πολύ ενδιαφέρουσα η ιδέα του αρχικού εμπνευστή: συνδύασε με έναν πολύ ευρηματικό τρόπο την τεχνολογία με την παράδοση. Η μαντινάδα ήταν το πιο διαδεδομένο ποιητικό είδος της Κρήτης· όπου και να πήγαινε κανείς μαντινάδες θα άκουγε. Γνωμικές, ερωτικές, σκωπτικές… Υπήρχε, όμως, κι άλλο ένα σπουδαίο μυστικό, κι αυτό παρμένο από την τεχνολογία της εποχής: η τυπογραφία! Χωρίς τυπογραφικά πιεστήρια δεν θα μπορούσε να εξελιχθεί η παράδοση της ζαχαρωτής μαντινάδας. Όσο κι αν φαίνεται παράξενο, η τυπογραφία άργησε πολύ να διαδοθεί στην Κρήτη λόγω των ειδικών συνθηκών που επικρατούσαν στο νησί (Οθωμανοκρατία, διαρκείς επαναστάσεις). Σήμερα ξέρομε πως υπήρχε τυπογραφείο από τα χρόνια της Αιγυπτιοκρατίας (1830-1840), τότε που οι τοπικές αρχές τύπωναν τη δίγλωσση (επίσημη) εφημερίδα τους. Όμως, αυτό το τυπογραφείο εξαφανίστηκε κατά τρόπο που δεν καταγράφεται στις γνωστές ιστορικές πηγές. Στα επόμενα χρόνια εμφανίζονταν σποραδικά τυπογραφικές εγκαταστάσεις, όπως έγινε με το φορητό τυπογραφείο του Μεγάλου Σηκωμού του 1866. Ωστόσο, η μεγάλη τυπογραφική επανάσταση παρατηρήθηκε κατά τη δεκαετία του 1880· τότε λειτούργησαν οργανωμένα εργαστήρια, όπως των αδελφών Αλεξίου στο Ηράκλειο, του Καλαϊτζάκη στο Ρέθυμνο κ.α. Δεν τύπωναν μόνο εφημερίδες και βιβλία, αλλά αναλάμβαναν πολλών ειδών εκτυπώσεις. Κάποιος, λοιπόν, άγνωστο πού και πότε, τύπωσε σε κάποιο φύλλο χαρτιού τις πρώτες μαντινάδες!

Το δραγάντι, η τραγάκανθα και ο αστράγαλος ο Κρητικός

Στον Θεόφραστο οφείλομε την πρώτη περιγραφή της τραγάκανθας, της πρώτης ύλης που σ’ αυτήν βασίστηκε η παρασκευή της ζαχαρωτής μαντινάδας. Ο σπουδαίος αυτός φιλόσοφος και μελετητής της φύσης συνέδεσε την τραγάκανθα με την Κρήτη. Μιλώντας για τα φυτά που παράγουν κομμιώδη δάκρυα, σημειώνει:

«Όταν τα φυτά αυτά δεν είναι ελαιώδη η κολλώδης ουσία τους είναι άοσμη, όπως συμβαίνει με το κόμμι της αμυγδαλιάς. Κομμιώδες δάκρυ βγάζει και η ιξία της Κρήτης και η καλούμενη τραγάκανθα. Παλιότερα νόμιζαν ότι φυτρώνει μόνο στην Κρήτη, αλλά τώρα είναι γνωστό ότι υπάρχει και στην Αχαΐα της Πελοποννήσου και αλλού, καθώς και στη Μηδία της Ασίας. Σε όλα αυτά το δάκρυ βγαίνει από τους καυλούς (βλαστούς), από τα στελέχη, αλλά σε μερικές περιπτώσεις παράγεται και στις ρίζες…» (Περί Φυτών Ιστορίας ι, 1, 3).

Σήμερα είναι γνωστό ότι υπάρχουν πολλά φυτά του ίδιου γένους. Το γνωστό μας δραγάντι είναι το κόμμι που παράγεται από κλαδιά και στελέχη του φυτού Astragalus gummifer Labillardiere και άλλων ασιατικών ειδών του γένους Astragalus (οικογένεια Leguminosae). Εκρέει από πληγές ή τομές που γίνονται πάνω στον θάμνο, όπως συμβαίνει και με τη μαστίχα. Βγαίνει σε λεπτή σκωληκοειδή μορφή και συλλέγεται στο τέλος του καλοκαιριού, από τον Ιούλιο μέχρι τον Σεπτέμβρη. Κύρια χώρα παραγωγής είναι το Ιράν, όπου χρησιμοποιείται στην παραγωγή μεταξένιων υφασμάτων, αλλά και στη ζαχαροπλαστική. Πριν από τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο παράγονταν, μόνο στο Ιράν, περισσότεροι από 4.000 τόνοι, αλλά σήμερα η παραγωγή του έχει περιοριστεί.

Λέγεται πως το ακανθώδες φυτό πήρε το όνομά του από το κόμμι που, όταν το τραβήξει κανείς, μοιάζει με κέρατο τράγου.

Το είδος που φυτρώνει στην Κρήτη είναι ο Αστράγαλος ο κρητικός (Astragalus creticus) και είναι γνωστό ως Κεντούλα (προφανώς από το ρήμα κεντώ, που σημαίνει νήσσω, τσιμπώ, κεντρώνω). Παλιότερα ήταν περιζήτητο από τους λαϊκούς θεραπευτές, που το χρησιμοποιούσαν για να φτιάχνουν έμπλαστρα. Φαίνεται πως η χρήση του αυτή ξεκίνησε από κάποια μοναστήρια της κεντρικής Κρήτης.

Φτιάχνοντας ζαχαρωτές μαντινάδες…

Το κόμμι της τραγάκανθας είναι στερεό και δεν διαλύεται στο νερό· μπορεί να «σηκώσει», όμως, πολύ μεγάλες ποσότητες, 20 φορές περισσότερο από το βάρος του.

Με την προσθήκη νερού δημιουργείται εύπλαστη πάστα που σκληραίνει και στερεοποιείται όταν στεγνώσει. Σ’ αυτήν ακριβώς τη λογική στηρίχτηκε η παρασκευή της ζαχαρωτής μαντινάδας.

Σύμφωνα με τη συνταγή που δημοσιεύεται στο βιβλίο μας Κρητική Παραδοσιακή Κουζίνα, οι παλιοί ζαχαροπλάστες έβαζαν αφεσπέρας μια χούφτα δραγάντι σε ένα σκουτέλι με νερό, άλλοι χλιαρό κι άλλοι κρύο. Μέσα σε λίγη ώρα σχηματιζόταν μια παχύρευστη κολλώδης μάζα, ζελατινώδους υφής. Την επόμενη μέρα την ανακάτευαν με άχνη ζάχαρη (περίπου ένα κιλό) και δημιουργούσαν μια εύπλαστη πάστα. Τη χρωμάτιζαν με φυτικά χρώματα ζαχαροπλαστικής και έπλαθαν ένα μακρύ κορδόνι, αρκετά λεπτό. Το έκοβαν σε κομμάτια, όσο αρκούσε για να «αγκαλιάσει» το χαρτάκι με τη μαντινάδα και να σχηματίσει ένα ζαχαρωτό δακτυλίδι γύρω του. Άπλωναν τις ζαχαρωτές μαντινάδες πάνω σε σήτες ή σε καθαρά σεντόνια, τις άφηναν σε ευάερο μέρος ή και στον ήλιο, για να στεγνώσουν πιο γρήγορα. Μετά το στέγνωμα ήταν έτοιμες για κατανάλωση.

Οι ξεχωριστές μαντινάδες του Γ. Παπαδακάκη 

Οι μαντινάδες είχαν παντού το ίδιο σχήμα, αυτό που βλέπομε στις φωτογραφίες. Φαίνεται, όμως, ότι υπήρχαν κάποιοι ευρηματικοί παρασκευαστές που εφάρμοζαν δικές τους διακοσμητικές τεχνικές. Ένας από τους πιο επινοητικούς παρασκευαστές μαντινάδων κατά τη δεκαετία του 1950 ήταν ο Γιώργος Παπαδακάκης που είχε γεννηθεί στους Ζωφόρους και είχε παντρευτεί στην Κασταμονίτσα. Εκεί, στο χωριό της γυναίκας του, σε ένα δωμάτιο του σπιτιού του, είχε εγκαταστήσει αυτοσχέδιο εργαστήριο και εκεί παρασκεύαζε τις ζαχαρωτές μαντινάδες. Ο γιος του κ. Γιάννης Παπαδακάκης, στρατηγός ε.α. σήμερα, που παρακολουθούσε από παιδί όλες τις φάσεις της εργασίας, είχε την καλοσύνη να μας περιγράψει τον τρόπο με τον οποίο εργαζόταν ο πατέρας του:

Πρώτα ζύμωνε την άχνη ζάχαρη με το δραγάντι και μετά έπλαθε ένα λεπτό κορδόνι. Το έβαζε σε μιαν αναποδογυρισμένη κνησάρα, εκεί το έκοβε σε μικρούς κυλίνδρους τους οποίους κυλούσε πάνω στη σήτα της κνησάρας πιέζοντάς τους ταυτόχρονα. Τα μικρά τετραγωνάκια αποτυπώνονταν στο ζυμάρι και το έκαναν να φαίνεται πιο φροντισμένο. Στη συνέχεια περνούσε το ζαχαρένιο ζυμάρι γύρω από τα τυλιγμένα χαρτάκια. Οι ζαχαρωτές μαντινάδες θα μπορούσαν να ήταν έτοιμες και να χρειάζονταν μόνο στέγνωμα. Όμως, για να κάνει ακόμη πιο ελκυστικά τα γλυκίσματά του, ο Παπαδακάκης ανακάλυψε μιαν ακόμη τεχνική: Βουτούσε μια κλωστή σε πυκνό καραμελόχρωμα, την περνούσε μια φορά γύρω από κάθε μαντινάδα με τέτοιο τρόπο ώστε να μένει το έντονο χρώμα πάνω στη ζάχαρη σαν λεπτή ζωγραφισμένη γραμμή. Η διακόσμηση αυτή απαιτούσε μεγάλη δεξιοτεχνία και ανάλογη εμπειρία. Όπως ήταν φυσικό οι μαντινάδες τους Παπαδακάκη ξεχώριζαν. Τις πουλούσαν τα παιδιά του στα πανηγύρια ή τις διέθετε σε πανηγυράδες που εκείνα τα χρόνια γύριζαν τα χωριά κι έστηναν πάγκους έξω από κάθε εορτάζοντα ναό.

Ο κ. Κώστας Καζανάκης

Τα τυπογραφεία

Κατά τη δεκαετία του 1950 οι μαντινάδες τυπώνονταν σε χρωματιστό, φτηνό και λεπτό χαρτί γραφής των 60 γραμμαρίων, του εργοστασίου Λαδόπουλου (Πάτρα), διαστάσεων 50 Χ 70 εκ. Η εκτύπωση γινόταν σε επίπεδα πιεστήρια και στη συνέχεια κόβονταν με κοπτικές μηχανές σε μικρά χαρτάκια πλάτους ενός και μήκους δέκα εκατοστών. Το κάθε φύλλο περιείχε 300-320 μαντινάδες!

Ο κ. Κώστας Καζανάκης, γόνος γνωστής τυπογραφικής οικογένειας και σημερινός επιχειρηματίας (ιδιοκτήτης λιθογραφικού εργοστασίου), είχε αναλάβει κατά τη δεκαετία του 1950, παιδί ακόμη, τις εκτυπώσεις των μαντινάδων στο εργαστήρι της οικογένειάς του, στην οδό Κόσμων στο Ηράκλειο. Σύμφωνα με τον ίδιο, κάθε φορά τύπωνε πάνω από 1.000 φύλλα! Συχνά και πάνω από 3.000! Ούτε λίγο ούτε πολύ, πάνω από 1.000.000 μαντινάδες! Και αυτό γινόταν πολλές φορές τον χρόνο. Απίστευτες ποσότητες, εξωπραγματικές.

Σύμφωνα με τον κ. Καζανάκη, οι περισσότεροι πελάτες τους εκείνα τα χρόνια ήταν κάτοικοι μακρινών χωριών. Προέρχονταν κυρίως από τα χωριά του Καστελλίου (θυμάται χαρακτηριστικά την Κασταμονίτσα και το Αβδού, όπου υπήρχε ένας γνωστός παρασκευαστής με το όνομα Γερώνυμος), τα χωριά του Αρκαλοχωρίου, του Πύργου, των Μοιρών και άλλων περιοχών. Είναι γνωστό, ακόμη, ότι στους Αποστόλους υπήρχαν αυτοσχέδια εργαστήρια που έπλαθαν μαντινάδες και τις πουλούσαν σε πανηγύρια των κοντινών χωριών. Πριν από δύο χρόνια, μάλιστα, γυναίκες απ’ αυτό το χωριό έκαμαν επίδειξη κατασκευής μαντινάδων σε εκδήλωση παραδοσιακής γαστρονομίας που έγινε στο Κτήμα Καλαθάκη. Στην Κασταμονίτσα υπήρχαν επίσης αυτοσχέδια εργαστήρια.

Μαντινάδες τύπωναν και άλλα τυπογραφεία, κυρίως των αδελφών Αλεξίου, πάλι σε χρωματιστό χαρτί. Φαίνεται, όμως, ότι εκτυπώσεις αναλάμβαναν και μικρότερα τυπογραφεία με πιεστήρια μικρότερων διαστάσεων. Το τυπωμένο φύλλο της συλλογής της κυρίας Θεανώς Μεταξά έχει διαστάσεις 35 Χ 50 εκατοστά και περιέχει 140 μαντινάδες. Δεν είναι όλες καλές. Κι αυτό σημαίνει πως εξ αιτίας της μεγάλης ζήτησης οι ζαχαροπλάστες επιστράτευαν ποιητάρηδες ή ξεπατίκωναν δίστιχα από ημεροδείκτες, από βιβλία και έντυπα. Άγνωστο πόσες χιλιάδες διαφορετικές μαντινάδες κυκλοφόρησαν τότε.

«Έλα, παιδί μου, να μου διαβάσεις κι εμένα τη μαντινάδα μου»

Απ’ ό,τι φαίνεται, οι μαντινάδες που τυλίγονταν σε ζαχαρωτά δακτυλίδια ήταν κυρίως ερωτικές. Οι νέες γενιές των Κρητικών είχαν αρχίσει να μορφώνονται. Από τα οργανωμένα σχολεία που ιδρύθηκαν από τις Χριστιανικές Δημογεροντίες μετά το 1858 αποφοίτησαν άνθρωποι εξοικειωμένοι με τη γραφή και την ανάγνωση και στο πέρασμα του χρόνου άρχισαν να λειτουργούν ακόμη και σχολεία θηλέων, τα περίφημα παρθεναγωγεία, ένα από τα οποία, «το τρίτο χριστιανικό παρθεναγωγείο», μας περιέγραψε με τόσο παραστατικό τρόπο η Έλλη Αλεξίου.

Οι ταπεινές ζαχαρωτές μαντινάδες απευθύνονταν σε εγγράμματες κοινωνίες. Ωστόσο, οι παλιοί θυμούνται ακόμη τις αγράμματες γριούλες των κρητικών χωριών που οιωνοσκοπούσαν κι αυτές πάνω στα μικρά πολύχρωμα χαρτάκια. Καλούσαν τους νεότερους της παρέας: «έλα, παιδί μου, να μου διαβάσεις κι εμένα τη μαντινάδα μου». Και φυσικά, η ανάγνωση (ή μάλλον απαγγελία) ήταν δημόσια. Η κάθε μαντινάδα προσφερόταν για σχολιασμό.

Κατά τη δεκαετία του 1920 οι μαντινάδες ήταν αρκετά διαδεδομένες στο Ηράκλειο, όπως τουλάχιστον γνωρίζομε από διάφορες προφορικές πηγές. Πλανόδιοι μικροπωλητές γυρνούσαν τις γειτονιές και διαλαλούσαν τις πραμάτειες τους. Ήταν οι ίδιοι που κάθε Μάη φορτώνονταν μάτσα με φρέσκα ροβίθια και τα πουλούσαν, οι ίδιοι που διαλαλούσαν κατά καιρούς σποράκια και πασατέμπους. Έβαζαν τις ζαχαρωτές μαντινάδες σε μικρά χωνάκια, συνήθως φτιαγμένα από παλιές εφημερίδες, δέκα ή είκοσι στο κάθε χωνάκι. Σε κάποιες περιοχές του νησιού, στα χωριά του Σελίνου για παράδειγμα, οι μαντινάδες αγοράζονταν από τα ζαχαροπλαστεία και προσφέρονταν ως κεράσματα στα σπίτια μαζί με ξηρούς καρπούς, καρύδια κι αμύγδαλα. Μόλις έμπαινε κάποιος στο σπίτι, τον περίμενε το απέριττο κέρασμα: μια ρακή και μια μαντινάδα!

Σε σακιά των 40 οκάδων!

Από το ζαχαροπλαστείο Μυλωνάκη στα Χανιά πουλήθηκαν εκατομμύρια μαντινάδες από το 1925 μέχρι το 1952, όταν το διηύθυνε ο πατέρας του σημερινού ιδιοκτήτη. Όπως είπε ο ίδιος στον φίλο λαογράφο κ. Σταμάτη Αποστολάκη, το δικό τους εργαστήρι δεν παρασκεύαζε μαντινάδες. Τις αγόραζε μέσα σε μεγάλα λευκά σακιά των 40 οκάδων (!) και τις μεταπωλούσε. Ο προμηθευτής δεν είναι γνωστός, ίσως κάποιο εργαστήρι της Αθήνας, όπως θυμάται ο κ. Μυλωνάκης. Η πληροφορία φαίνεται πολύ ενδιαφέρουσα. Δεν ξέρομε αν πράγματι υπήρχαν εργαστήρια στην Αθήνα που να ασχολήθηκαν με κρητικές μαντινάδες, αν και δεν αποκλείεται καθόλου, η ζήτηση δημιουργεί την παραγωγή (ας θυμηθούμε πως τα ελληνικότατα τουριστικά ευζωνάκια κατασκευάζονται σήμερα σε χώρες της Άπω Ανατολής). Δεν αποκλείεται, όμως, να τις προμηθεύονταν και από τα οργανωμένα εργαστήρια του Ηρακλείου, όπου υπήρχε ολόκληρη γραμμή παραγωγής ζαχαρωτών μαντινάδων.

Τις απαγόρευσε η Χούντα;

Στο κείμενο του 2015 αναφερθήκαμε σε μια ανεπιβεβαίωτη πληροφορία που είχαμε ακούσει παλαιότερα και αφορούσε στην… απαγόρευση των μαντινάδων από τη Χούντα. Η πληροφορία αυτή διασταυρώνεται και από δεύτερο πρόσωπο, και μάλιστα από οικογένεια ζαχαροπλαστών του Ηρακλείου. Κάποιος Φρούραχος (δεν ξέρομε ποιος, ο Τζουβελέκης; Κάποιος άλλος;) κάλεσε τους ζαχαροπλάστες και τους απείλησε με εξορία αν έβρισκε έστω και μια μαντινάδα με πολιτικά υπονοούμενα! Εκείνα τα χρόνια κυκλοφορούσαν αρκετές τέτοιες μαντινάδες από στόμα σε στόμα και φαίνεται πως κάποιες απ’ αυτές είχαν παρεισφρήσει και στα γνωστά κι αγαπημένα γλυκίσματα των Κρητικών. Μια έρευνα στα στρατιωτικά αρχεία θα μπορούσε να ξεκαθαρίσει την υπόθεση. Η αλήθεια είναι, πάντως, ότι μερικοί αξιωματικοί στην Κρήτη είχαν επιδείξει ιδιαίτερο ζήλο στην προσπάθεια προστασίας του καθεστώτος. Θεωρούσαν επικίνδυνο ό,τι δεν μπορούσαν να ελέγξουν! Ακόμη και καταλόγους με «αντεθνικά» καφενεία (και ζαχαροπλαστεία) είχαν συντάξει. Στην κατηγορία των «απαγορευμένων» (άρα και επικίνδυνων) είχαν συμπεριλάβει κάθε λογής καταστήματα: εστιατόρια, ταβέρνες, μπακάλικα, καθαριστήρια ψαράδικα… Έναν τέτοιο κατάλογο δημοσίευσα τη δεκαετία του 1980 στο περιοδικό “Κρητικές Εικόνες”. Μου τον είχε δώσει σε μορφή αντιγράφου ο αείμνηστος ταξίαρχος Βαγγέλης Καλαϊτζάκης, γνωστός αντιστασιακός.

Φαίνεται πως οι μαντινάδες είχαν κινήσει υποψίες.

Είναι περίεργο, όμως, το γεγονός ότι μέσα σε λίγα χρόνια οι μαντινάδες χάθηκαν από τα πανηγύρια. Ίσως οι πρωτοβουλίες της Χούντας να συνέπεσαν με τις μεγάλες αλλαγές των καταναλωτικών συνηθειών, ίσως οι λόγοι που οδήγησαν στην εξαφάνιση της ζαχαρωτής μαντινάδας να μην ήταν μόνο πολιτικοί, αλλά και κοινωνικοί.

Ο κ. Γιάννης Φραγκάκης

Ο τελευταίος τεχνίτης

Η άνθηση της τοπικής βιοτεχνίας και η οικονομική ανάπτυξη της Κρήτης

Ο κ. Γιάννης Φραγκάκης, 77 χρονών σήμερα, είναι ένας από τους τελευταίους ζαχαροπλάστες που ασχολήθηκαν με τη ζαχαρωτή μαντινάδα και γνώρισε πολύ καλά τα ζαχαροπλαστικά εργαστήρια του μετακατοχικού Ηρακλείου. Για πρώτη φορά εργάστηκε το 1953, δεκατριών χρονών παιδί, στο εργοστάσιο Μεταξά. Ήταν η εποχή της μεγάλης ακμής της μαντινάδας. Αλλά εκείνη που είχε ήδη πολύ μεγαλύτερη εμπειρία ήταν η αδερφή του. Δούλευε κι εκείνη στου Μεταξά κι είχε ως κύρια εργασία της τη μαντινάδα.

Ο κ. Φραγκάκης δούλεψε σε πολλά εργαστήρια, μέχρι που κατέληξε στο δικό του, στη Μασκωτίτσα του Πόρου, στο Ηράκλειο, ζαχαροπλαστείο που λειτουργεί και σήμερα. Οι αναμνήσεις του από τις δεκαετίες του 1950 και του 1960 αποτελούν σημαντικές μαρτυρίες της κοινωνικής και της οικονομικής ιστορίας της πόλης. Δεν ήταν μόνο οι απίστευτες ποσότητες των ζαχαρωτών μαντινάδων που πουλιούνταν. Ήταν μια μεγάλη σειρά προϊόντων που παρασκευάζονταν στα τοπικά εργαστήρια και σηματοδότησαν την ανάπτυξη της βιοτεχνικής παραγωγής. Η οικονομία στηρίχτηκε σε ντόπια χέρια, ελάχιστα αγαθά εισάγονταν τότε. Υπήρχαν εργαστήρια, όπως του Τσικουράκη στο Πανάνειο και του Κατσούγκρη στο Καμαράκι, που ασχολούνταν αποκλειστικά με τα γλυκά κουταλιού, άλλο σπουδαίο είδος της τοπικής ζαχαροπλαστικής. Μεγάλες ποσότητες φρούτων τοπικής παραγωγής οδηγούνταν σ’ αυτά (και σε άλλα) εργαστήρια. Ο κ. Φραγκάκης εξελίχτηκε σε μαέστρο των γλυκών κουταλιού και ξενυχτούσε στα παραπάνω εργαστήρια κατά τον καιρό της παραγωγής.

Κι οι μαντινάδες;

«Μην τα ρωτάς! Με το τσουβάλι τις πουλούσε ο Μεταξάς, εκεί δούλευα εγώ, το εργοστάσιο βρισκόταν στο Λάκκο, κοντά στο σημερινό Υγειονομικό. Έρχονταν από τα χωριά και φορτώνανε. Μαντινάδες έφτιαχναν όλα τα οργανωμένα εργοστάσια του Ηρακλείου, εμείς, ο Κιούλπαλης, ο Μπαλαμούτσος, πολλοί… Κι όταν έφυγε η αδελφή μου από το εργαστήριο την παρακάλεσε το αφεντικό να μη σταματήσει τη δουλειά. Έστησε κι αυτή εργαστήρι στο σπίτι της κι έκανε μόνο μαντινάδες…».

Ο πωλητής (πανηγυράς)

Ο κ. Νίκος Ανδριανάκης, φωτογράφος και ανθοπώλης σήμερα, υπήρξε κατά τη δεκαετία του 1960 πωλητής μαντινάδων. Τις αγόραζε ο ίδιος από τα ζαχαροπλαστεία του Ηρακλείου και τις συσκεύαζε σε χωνάκια των δέκα ή των δεκαπέντε. Σε ηλικία οκτώ χρονών είχε ήδη δημιουργήσει την πρώτη του αυτοσχέδια επιχείρηση, αφού γυρνούσε στα πανηγύρια της ανατολικής Πεδιάδας και πουλούσε το εμπόρευμά του. Μαζί με τις μαντινάδες διέθετε και άλλα είδη, όπως καραμέλες, στραγάλια και πασατέμπους.

– Άρχισα με τους πασατέμπους στο χωριό μου, την Κασταμονίτσα, σε ηλικία μόλις έξι χρονών. Γύριζα και τους πουλούσα σε χωνάκια, στο κάθε χωνάκι που έφτιαχνα με εφημερίδες έβαζα κι από ένα κρασοπότηρο πασατέμπους. Τα άλλα παιδιά μου βγάλανε τραγούδι:

«Πασατέμπους, αστραγάλια που πουλεί το Νικολιό

δυο δεκάρες το χωνάκι, μα και πάλι είν’ ακριβό».

Με τις μαντινάδες καταπιάστηκα δυο χρόνια μετά.

Όλο κι όλο το «κατάστημα» ήταν ένα μικρό ξύλινο κιβώτιο από ρέγγες, καθαρισμένο καλά και ντυμένο με μπλε χαρτί, απ’ αυτό που ντύνανε τότε τα τετράδια και τα βιβλία. Περνούσε ένα πλατύ κορδόνι (λουρί) στις στενότερες πλευρές, το κρεμούσε στο σβέρκο του και περιφερόταν στα πανηγύρια διαλαλώντας το εμπόρευμα: «Μαντινάδες… Τυχερές, καλορίζικες. Με μια μαντινάδα μαθαίνεις την τύχη σου».

Ο ίδιος θυμάται:

– Ήταν απερίγραπτη η χαρά των κοριτσιών όταν τους τύχαινε μια καλή μαντινάδα. Ανάλογη ήταν κι η στενοχώρια όταν δεν ήταν καλή. Τότε στα εξοχικά πανηγύρια κάθονταν παρέες – παρέες οι άνθρωποι, τρώγανε και πίνανε. Με φώναζαν, κερνούσε ο ένας, κερνούσε ο άλλος, όλοι οι άντρες συναγωνίζονταν μεταξύ τους ποιος θα κεράσει πρώτος. Σπάνια περνούσα από παρέα και να μη με φωνάξουν να αγοράσουν μαντινάδες. Οι άνθρωποι ήταν τότε φτωχοί, αλλά αυτό το ταπεινό πραματάκι τους έδινε χαρά κι ευχαρίστηση. Το διασκέδαζαν. Πολλές φορές τύχαινε να ταυτίσουν πρόσωπα και πράγματα: «Είδες, σε σκέφτεται ο καλός σου». Έχουν περάσει τόσα χρόνια και δεν έχω ξεχάσει το πανηγύρι που γινόταν σε κάθε παρέα όταν άρχιζαν ο καθένας να διαβάζει τη μαντινάδα του. Ξεσπούσαν σε γέλια, φώναζαν…

Τα μαντέματα

Η ποσότητα της ζάχαρης με την οποία τύλιγαν το χαρτάκι της μαντινάδας ήταν ελάχιστη. Η τέρψη που προκαλούσε, όμως, δεν ήταν μόνο γευστική. Οι καταναλωτές αυτού του ιδιότυπου προϊόντος είχαν την αγωνία να διαβάζουν τη μαντινάδα που τους λάχαινε.

Όπως είπαμε ήδη, ήταν μια στοιχειώδης μορφή μαντικής, αλλά και διασκέδαση μαζί. Δεν ξέρω αν απέδιδαν τόση σημασία στο ίδιο το μάντεμα ή στον παιγνιώδη χαρακτήρα του εθίμου. Νομίζω ότι μπορούμε να μιλήσομε για έθιμο που διαμορφώθηκε κάτω από ορισμένες συνθήκες και εξελίχθηκε στον κοινωνικό χώρο: Η μαντινάδα δεν διαβαζόταν ποτέ (ή σχεδόν ποτέ) μόνο από ένα άτομο. Συνήθως διαβάζονταν όλες μεγαλόφωνα, σχολιάζονταν από την παρέα, οι άνθρωποι γελούσαν, διασκέδαζαν. Έτσι η ίδια η μαντινάδα αποτελούσε σύμβολο της σχέσης του ατόμου με το σύνολο, που μπορεί να ήταν η οικογένεια, φιλική συντροφιά ή παρέα.

Το μοναδικό ίσως τυπωμένο φύλλο με μαντινάδες που σώθηκε στα χέρια της κ. Θεανώς Μεταξά

Οι μαντινάδες του Κιούλπαλη

Ρωτήσαμε πρόσωπο που συνδέθηκε πολύ στενά με γνωστή οικογένεια ζαχαροπλαστών του Ηρακλείου, την οικογένεια Κιούλπαλη, και μας έστειλε το παρακάτω σημείωμα. Το παραθέτομε αυτούσιο:

Οι «μαντινάδες» και τα κρυμμένα μυστικά

Προϊόν των Κιούλπαλη ήταν και οι «μαντινάδες». Το κατ’ εξοχήν είδος που δεν έλειπε ποτέ από τις πραμάτειες των πανηγυριών!

Ήταν εντυπωσιακές ριγέ καραμέλες, με ωραία χρώματα: κόκκινο με άσπρο, μπλε με κόκκινο, ή κίτρινο με πράσινο. Ο συνδυασμός ήταν αποκλειστική έμπνευση του ζαχαροπλάστη. Η καραμέλα αυτή περιτυλισσόταν ‒όσο ακόμα ήταν μαλακή‒ γύρω από ένα στριμμένο σαν οδοντογλυφίδα χαρτάκι, που έγραφε μια μαντινάδα.

Κρίμα που καταργήθηκαν, γιατί είχαν «σπουδαιότατο» λόγο ύπαρξης. Μάθαινες, από το νόημα της μαντινάδας, «εκ του ασφαλούς», τα αισθήματα που έτρεφε για σένα το πρόσωπο της «καρδιάς» σου! Μεγάλο το ενδιαφέρον! Με τις φούχτες τις αγοράζαμε.

Καμιά φορά τα μαντάτα δεν ήταν καθόλου… ευχάριστα και σε έβαζαν σε μεγάλους προβληματισμούς και μπελάδες. Άλλοτε πάλι άκουγες και κάτι λόγια… που σε ανέβαζαν στους εφτά ουρανούς:

Πάνω στα διπλοτριπλωτά, στα διπλοτριπλωμένα,

εκειά θα διπλοτριπλωθώ, αγάπη μου για σένα.    (Μεγάλες δηλώσεις!)

 Έμαθα πως μ΄ αρνήθηκες. Καλά ’καμες παιδί μου.

μπελά ’χα κι ήβγαλά τόνε από την κεφαλή μου.    (Κλαφ’ τα, Χαράλαμπε!)

Σεβντά ’χεις κακορίζικο, μα ήντα μπορ’ ά σου κάμω,

απού τονέ βαστώ κι εγώ στην κεφαλή μ’ απάνω.   (Προσβολή)

 Ξύλα θα πάρω απ’ το βουνό και φλόγα απ’ την καρδιά μου

και δάκρυα απ’ τα μάτια μου για να λουστείς, κερά μου.  (Ποιος στις χάρες σου!)

Ψεγάδια δεν μπορ’ ά σου βρω κι αν έχεις δε θωρώ τα

γιατί κι αυτά μου φαίνουνται όμορφα κι αγαπώ τα.    (Τι παινέματα !)

 Ως και τα παραθύρια σου αμάχη μου κρατούνε

κι ως να γυρίσω να σε δω, δίχως αέρα κλειούνε.   (Χριστέ μου, παράπονο!)

Αρνήθηκες βασιλικό κι αγάπησες τον τσόχο,

απού φυτρώνει σ’ τσι αυλές, σ’ τσι  τοίχους των ανθρώπω… (Πίκρα!)

 Γίνου στον κάμπο λεμονιά κι εγώ στα όρη χιόνι

να λιώνω… να ποτίζουνται οι δροσεροί σου κλώνοι!  (Τρυφερότητα!)

Όντε σου θέλω θυμηθεί στα όρη που γυρίζω

με τσ’ ασπαλάθους τσι ξερούς τα μάθια μου σκουπίζω.  (Πάθος!)

 

Κείμενα – φωτογραφίες ΝΙΚΟΣ ΨΙΛΑΚΗΣ