Πολιτισμός
Σαν σήμερα το Ενωτικό Ψήφισμα της Κρήτης με την Ελλάδα
Το σύνθημα "ΕΝΩΣΙΣ Ή ΘΑΝΑΤΟΣ" αποκάλυπτε τις προθέσεις των αγωνιστών του Κρητικού Ζητήματος.
Η ένωση της Κρήτης με την Ελλάδα έχει ταυτισθεί από την πλειοψηφία της κοινής γνώμης με τον Δεκέμβριο του 1913, όταν υψώθηκε η ελληνική σημαία στα Χανιά, υπό το βλέμμα του τότε βασιλέα Κωνσταντίνου Α’ και του τότε πρωθυπουργού Ελευθερίου Βενιζέλου.
Στην πραγματικότητα η Μεγαλόνησος κήρυξε την ένωσή της με την Ελλάδα πέντε χρόνια πριν, εκδίδοντας ένα επίσημο ενωτικό ψήφισμα στις 24 Σεπτεμβρίου του 1908. Ήταν μία προσπάθεια των κεφαλών της Κρήτης να επιδιώξουν την de facto ένωση με την Ελλάδα, εκμεταλλευόμενοι τη ρευστή πολιτική και διπλωματική κατάσταση που επικρατούσε στα Βαλκάνια, κατά την πρώτη δεκαετία του 20ού αιώνα.
Το χρονικό του ψηφίσματος
Το 1908 ήταν ένα έτος-σταθμός για την πολιτική κατάσταση στα Βαλκάνια. Την άνοιξη του 1908 η επανάσταση των Νεοτούρκων δημιούργησε νέα δεδομένα για την Οθωμανική Αυτοκρατορία και τους βαλκανικούς λαούς. Οι διακηρύξεις της για ισονομία και συνταγματικές ελευθερίες βρήκαν θετική ανταπόκριση στη Βαλκανική και γέννησαν ελπίδες στους λαούς της. Το φθινόπωρο του 1908 η Βουλγαρία κήρυξε την ανεξαρτησία της και προσάρτησε την Ανατολική Ρωμυλία, μία περιοχή που φιλοξενούσε ελληνικούς πληθυσμούς. Την ίδια εποχή η Αυστροουγγρική αυτοκρατορία μεθόδευσε την ενσωμάτωση της Βοσνίας – Ερζεγοβίνης, παρά τις αντιδράσεις της Ρωσίας και της γειτονικής Σερβίας.
Μέσα σε αυτό το ρευστό πολιτικό σκηνικό οι Κρήτες με την παρότρυνση και της ελληνικής κυβέρνησης αποφάσισαν να διεκδικήσουν την ανεξαρτησία τους και την ένωση με την Ελλάδα. Η ελληνική κυβέρνηση επισήμως δεν επιδοκίμαζε τις πρωτοβουλίες των Κρητών, διότι δεν ήθελε να προκαλέσει τους Τούρκους. Στο παρασκήνιο, όμως, οι δύο πλευρές συνεργάζονταν στενά.
Η Αθήνα θεωρούσε απαραίτητη την κινητοποίηση των Κρητών για να διεκδικηθεί de facto η ένωση με την Ελλάδα. Ο πρωθυπουργός της Ελλάδος Γεώργιος Θεοτόκης εισηγήθηκε στον ομόλογό του της Κρήτης Γεώργιο Παπαμαστοράκη την ανάγκη για κινητοποιήσεις, προκειμένου να επιτευχθεί ο σκοπός αυτός. Ο Παπαμαστοράκης ήρθε σε επαφή με τον ηγέτη της αντιπολίτευσης Ελευθέριο Βενιζέλο, ο οποίος συμφώνησε με την πρόταση του Θεοτόκη.
Πράγματι, στις 24 Σεπτεμβρίου (6 Οκτωβρίου) του 1908 πραγματοποιήθηκε ογκώδες συλλαλητήριο στα Χανιά, στο οποίο υπολογίζεται ότι συμμετείχαν 15.000 άνθρωποι. Όλα κύλησαν ομαλά παρά τις ανησυχίες της κρητικής κυβέρνησης. Παρόμοια εκδήλωση πραγματοποιήθηκε και στο Ηράκλειο. Επιτροπή των διαδηλωτών στα Χανιά επέδωσε ενωτικό ψήφισμα στον Παπαμαστοράκη, ο οποίος το αποδέχθηκε, διαβεβαιώνοντας το πλήθος που τον επευφημούσε ότι η καρδιά της κρητικής κυβέρνησης πάλλεται όπως η δική του στο ίδιο μήκος κύματος. Ο Παπαμαστοράκης φρόντισε να συστήσει απόλυτο σεβασμό προς τα δικαιώματα των «συμπολιτών ημών Μουσουλμάνων και εν τη προστασία αυτών».
Αντίγραφο του ψηφίσματος παρέλαβε και ο Βενιζέλος, ο οποίος στο δικό του χαιρετισμό χαρακτήρισε τη φάση στην οποία έμπαινε το κρητικό ζήτημα «κρισιμωτάτη», συνιστώντας με τη σειρά του αυτοσυγκράτηση και «παραδειγματική διαγωγή». Στη συνέχεια το ψήφισμα κυκλοφόρησε ως «Παράρτημα της Εφημερίδος της Κυβερνήσεως εν Κρήτη», ενώ στον υπέρτιτλο έγραφε «Βασίλειον της Ελλάδος».
Το λιτό ψήφισμα περιείχε τέσσερις θέσεις. Πρώτον, κήρυσσε την ένωση με την Ελλάδα. Δεύτερον, καλούσε τον Γεώργιο Α’ να αναλάβει τη διακυβέρνηση του νησιού. Προβλέποντας ότι κάτι τέτοιο δεν αναμενόταν να γίνει σύντομα, οι συντάκτες του ψηφίσματος δήλωναν ότι μέχρι ο βασιλέας της Ελλάδος να απαντήσει καταφατικά, τοπική κυβέρνηση θα διαχειριζόταν, αντ’ αυτού, το νησί και μάλιστα καλούσε τις αρχές του νησιού να παραμείνουν αφοσιωμένες στα καθήκοντά τους.
Το ψήφισμα υπέγραφαν ο Παπαμαστοράκης, ο σύμβουλος εσωτερικών θεμάτων Χαράλαμπος Πωλογεώργης και ο Εμμανουήλ Μοδάτσος, ως μέλη της κυβέρνησης. Χωρίς χρονοτριβή, η λαϊκή βούληση των Κρητών, μετουσιωμένη σε επίσημο κείμενο, κοινοποιήθηκε στο βασιλέα και στην ελληνική κυβέρνηση. Ο Ζαΐμης εκείνη την εποχή βρισκόταν στην Ελλάδα και ειδοποιήθηκε να παραμείνει εκεί, αφού πλέον το αξίωμά του δεν είχε κάποιο ουσιαστικό αντίκρισμα.
Η Βουλή των Κρητών έλαβε γνώση του ψηφίσματος και το ενέκρινε στις 29 Σεπτεμβρίου κατά τη διάρκεια έκτακτης συνόδου. Ομως, η Κρήτη ήταν πρακτικά μόνη της. Οι τουρκικές αντιδράσεις ήταν σφοδρές και τα διαβήματα προς τις προστάτιδες δυνάμεις έντονα. Οι δυνάμεις ακολούθησαν αρχικά ουδέτερη στάση, αλλά καθώς οι τουρκικές πιέσεις κλιμακώθηκαν, αρνήθηκαν να δεχθούν την κατάργηση του καθεστώτος της αρμοστείας.
Παρ’ όλες τις προσπάθειές τους, η de jure ενσωμάτωση της Κρήτης με την Ελλάδα απαίτησε ακόμη πέντε έτη αγώνων. Μετά το τέλος των Βαλκανικών Πολέμων, οι Συνθήκες του Λονδίνου και του Βουκουρεστίου άνοιξαν το δρόμο για την ένωση. Οι διμερείς επαφές Ελλάδος – Τουρκίας κατέληξαν στη Συνθήκη των Αθηνών (1/14 Νοεμβρίου 1913), σύμφωνα με την οποία η τουρκική επικυριαρχία στην Κρήτη έληξε.
Έμενε πλέον το τυπικό μέρος της ένωσης το οποίο ολοκληρώθηκε την 1η Δεκεμβρίου του 1913 με την ύψωση της ελληνικής σημαίας στο χανιώτικο φρούριο του Φιρκά.