Τουρισμός

Στον τουρισμό «ποντάρουν» (και φέτος) οι ζυθοποιίες

Στον τουρισμό «ποντάρουν» (και φέτος) οι ζυθοποιίες

A-
A+
30/04/2017 | 20:26

Στον τουρισμό εναποθέτουν για άλλη μια χρονιά τις ελπίδες τους οι ζυθοποιίες της χώρας, αφού η κατανάλωση στην εσωτερική αγορά παραμένει δέσμια της κρίσης και εμφανίζεται αδύναμη να ανακάμψει παρά τις γενναίες προσφορές. Τα θετικά μηνύματα που έρχονται για την πορεία της φετινής σεζόν μεγαλώνουν τις προσδοκίες πως θα καταφέρουν όχι μόνο να αντισταθμίσουν τις απώλειες, αλλά και να δώσουν σημαντική ώθηση στα έσοδά τους. Αναλυτές και στελέχη της τουριστικής βιομηχανίας προβλέπουν ότι με δεδομένες τις προ-κρατήσεις αλλά και τις ενδείξεις που υπάρχουν από τις διάφορες αγορές του εξωτερικού ο ελληνικός τουρισμός θα σπάσει κάθε προηγούμενο ρεκόρ, σημειώνοντας πρωτοφανείς επιδόσεις στην ιστορία του. Υπολογίζεται ότι ο αριθμός των επισκεπτών που θα καταφθάσει φέτος στην Ελλάδα θα ξεπεράσει τα 30 εκατομμύρια (αριθμός τριπλάσιος από τον πληθυσμό της χώρας) από 28 εκατομμύρια που ήρθαν πέρυσι, αυξάνοντας κατά 1 δισ. ευρώ τα τουριστικά έσοδα.

Σύμφωνα με πληροφορίες της αγοράς, οι μεγάλοι παίκτες έχουν ήδη πάρει θέση και προσπαθούν να κλείσουν επωφελείς συμφωνίες με σημεία υψηλής επισκεψιμότητας στα διάφορα δημοφιλή θέρετρα (Σαντορίνη, Μύκονος, Ρόδος, Κρήτη, Κέρκυρα κ.ά.), προκειμένου να έχουν τον πρώτο λόγο και να αποκτήσουν προβάδισμα έναντι των υπολοίπων παικτών.

Όπως αναφέρουν παράγοντες του χώρου, ο ανταγωνισμός είναι ιδιαίτερα σκληρός και αναμένεται να ενταθεί όσο η τουριστική σεζόν θα οδεύει στην κορύφωσή της, προσθέτοντας πως το διακύβευμα είναι πολύ μεγάλο σε μια χρονική συγκυρία εξαιρετικά ασφυκτική για τις επιχειρήσεις, οι οποίες αναζητούν διέξοδο για να τονώσουν τον τζίρο τους. ‘Όλοι θα παλέψουν να κερδίσουν το μέγιστο δυνατό από τη φετινή σεζόν. Τα πράγματα έχουν δυσκολέψει πολύ. Κανείς δεν πρόκειται να παραδώσει στον ανταγωνισμό έδαφος εύκολα, αντίθετα θα αγωνιστεί σκληρά για να κρατήσει και να ενισχύσει τη θέση του’, αναφέρουν χαρακτηριστικά άνθρωποι από τον χώρο της ζυθοποιίας.

‘Επενδύουν στην ελληνικότητα’

Η έμφαση στον τουρισμό, σε καμία περίπτωση δεν σημαίνει πως υποχωρεί το ενδιαφέρον για την εσωτερική αγορά. Αντίθετα, συνεχίζεται με αμείωτη ένταση η προσπάθεια για την αναθέρμανση του αγοραστικού ενδιαφέροντος. Στο πλαίσιο αυτό, εντείνουν τις προσφορές και τις προωθητικές ενέργειες, ώστε να συμβαδίζουν με τις ανάγκες των νοικοκυριών για φθηνότερα τιμές, ενώ παράλληλα κυκλοφορούν νέα προϊόντα που ανταποκρίνονται στις σύγχρονες καταναλωτικές τάσεις, ενώ επαναφέρουν στην αγορά σήματα που είχαν περάσει στη λήθη και είχαν μπει στο χρονοντούλαπο της ιστορίας. Ενδεικτικά, η Ολυμπιακή Ζυθοποιία του ομίλου Carlsberg λάνσαρε πριν από λίγο καιρό την Fix Άνευ, μια μπίρα χωρίς αλκοόλ, ενώ η Αθηναϊκή Ζυθοποιία του ομίλου Heineken, αποφάσισε να αναβιώσει την μπίρα ‘Μάμος’, επενδύοντας στην ελληνικότητα αλλά και στο συναίσθημα του καταναλωτικού κοινού. Η ιστορική μπίρα από την Πάτρα, η οποία ξεκίνησε το 1876 θα παράγεται στο εργοστάσιο της Αθηναϊκής Ζυθοποιίας στην αχαϊκή πρωτεύουσα, όπου και θα είναι διαθέσιμη αρχικά. Πολύ σύντομα θα βρίσκεται και στην υπόλοιπη Πελοπόννησο, ενώ σε ένα δεύτερο στάδιο θα κυκλοφορήσει και πανελλαδικώς.

Εκτός από την πτώση της κατανάλωσης, μεγάλο πρόβλημα στον κλάδο της ζυθοποιίας δημιουργεί η υπερφορολόγηση που έχει υποστεί η μπίρα τα τελευταία χρόνια. Σύμφωνα με ζυθοποιούς, η ‘τυφλή’ αύξηση του ΕΦΚ στο προϊόν αλλά και του ΦΠΑ έχει επιβαρύνει το ήδη δυσμενές περιβάλλον για τις επιχειρήσεις του κλάδου, κυρίως τις μικρότερες, οι οποίες αδυνατούν να ανταποκριθούν στα αυξημένα φορολογικά βάρη. Επιπλέον, όπως λένε οι ίδιοι, οι νέοι φόροι πιέζουν τις τιμές προς τα πάνω σε μια στιγμή που δεν υπάρχει περιθώριο για ανατιμήσεις με δεδομένη τη δραματικά συρρίκνωση της αγοραστικής δύναμης. Η αποκλιμάκωση των φορολογικών συντελεστών θεωρείται επιτακτική, όχι μόνο για τον κλάδο της μπίρας αλλά και συνολικά, προκειμένου να ‘ανασάνουν’ οι επαγγελματίες και να υπάρξει προοπτική για την αναστροφή του κλίματος. ‘Εάν δεν μειωθούν οι φόροι, πολύ δύσκολα θα επιστρέψει η οικονομία σε υψηλούς ρυθμούς βιώσιμης ανάπτυξης’, επισημαίνουν χαρακτηριστικά.

ΜΙΚΡΟΖΥΘΟΠΟΙΙΕΣ

Μάχη με τις πολυεθνικές

Τη δική τους μάχη συνεχίζουν να δίνουν τα ελληνικά μικροζυθοποιία, τα οποία καλούνται να ξεπεράσουν μια σειρά από εμπόδια που υψώνονται στον δρόμο τους και παράλληλα να αντεπεξέλθουν στον ισχυρό ανταγωνισμό από τις μεγάλες πολυεθνικές του χώρου. Παράγοντες του χώρου δεν κρύβουν τον προβληματισμό τους για τις προοπτικές βιωσιμότητας των διάφορων μικροζυθοποιίων που ξεφυτρώνουν σαν τα ‘μανιτάρια’ το τελευταίο διάστημα σε διάφορες περιοχές της χώρας (ξεπερνούν τα 30), τονίζοντας πως δεν έχουν το μέγεθος για να παράξουν μπίρες σε ανταγωνιστικές τιμές. ‘Με δεδομένο ότι τα προϊόντα της μικροζυθοποιίας είναι ακριβότερα από των μεγάλων ζυθοποιείων λόγω της ανώτερης ποιότητας και των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών τους, η καλή σχέση ποιότητας και τιμής είναι κλειδί για να παραμείνουν οι επιχειρήσεις ανοιχτές και να μην κλείσουν’, υπογραμμίζουν. Προβληματισμός υπάρχει και για τη συγκέντρωση που παρατηρείται στο λιανεμπόριο τροφίμων, με τις μεγάλες αλυσίδες να κερδίζουν έδαφος σε βάρος των μικρότερων. Και αυτό γιατί δυσκολεύει ακόμη περισσότερο η είσοδος στα ράφια των σούπερ μάρκετ, αφού όπως λένε οι ίδιοι όσο μεγαλώνει ένας λιανέμπορος τόσο μεγαλύτερες παροχές και διευκολύνσεις ζητάει από τον προμηθευτή, αδιαφορώντας εάν αυτός έχει τη δυνατότητα να αντεπεξέλθει ή όχι.

Το ‘στοίχημα’

Το μεγάλο στοίχημα που έχουν μπροστά τους οι μικροζυθοποιοί δεν είναι άλλο από την ενημέρωση και ευαισθητοποίηση του καταναλωτικού κοινού για τα οφέλη που έχει η τοπική και εθνική οικονομία από την στήριξη των αμιγώς ελληνικών προϊόντων. Παρότι το κίνημα στήριξης των Ελλήνων παραγωγών έχει μεγαλώσει τα τελευταία χρόνια, εκτιμάται πως υπάρχει ακόμη πολύς δρόμος ώστε αυτό να καταστεί κυρίαρχο στην αγορά. Η πλειονότητα των καταναλωτών εξακολουθεί να επιλέγει τα προϊόντα που θα βάλει στο καλάθι των αγορών του, με βάση την τιμή και όχι την προέλευσή τους. Πρέπει, σύμφωνα με τους μικροζυθοποιούς να δώσουμε στους πολίτες να καταλάβουν ότι ‘αγοράζοντας ξένα προϊόντα δημιουργούν ανάπτυξη στην Κίνα, στη Γερμανία και οπουδήποτε αλλού στον κόσμο, εκτός από την Ελλάδα’.