επικαιρότητα

Αύξηση πωλήσεων Φέτας, ελαιολάδου και ελιών από Ελλάδα στη Γερμανία εν μέσω καραντίνας

Αύξηση πωλήσεων Φέτας, ελαιολάδου και ελιών από Ελλάδα στη Γερμανία εν μέσω καραντίνας

A-
A+
22/06/2020 | 10:26

Αποκαλυπτικά στοιχεία έκθεσης του γραφείου Οικονομικών και Εμπορικών Υποθέσεων Μονάχου.

Όπως αναφέρεται στην έκθεση, ένας περιορισμένος αριθμός παραδοσιακών μας προϊόντων, όπως Φέτα, γιαούρτι, ελαιόλαδο και ελιές, τα οποία διακρίνονται από υψηλό βαθμό αναγνωρισιμότητας και έχουν αποκτήσει σταθερή πρόσβαση σε μεγάλες αλυσίδες  supermarkets, διατήρησαν ή και αύξησαν τις πωλήσεις τους, αντισταθμίζοντας, ως ένα βαθμό, τη μείωση πωλήσεων μέσω των εστιατορίων.

Σημαντική αύξηση σημείωσαν, επίσης, οι διαδικτυακές παραγγελίες και το ηλεκτρονικό εμπόριο τροφίμων και ποτών, χωρίς, ωστόσο,  να είναι σε θέση να αντισταθμίσουν την πτώση των πωλήσεων που επέφερε η αναστολή της λειτουργίας των καταστημάτων γαστρονομίας και εστίασης, επισημαίνεται επίσης.

Όπως αναφέρεται στην έκθεση, το Γραφείο (ΟΕΥ) επικοινώνησε με 20 από τις σημαντικότερες εταιρείες ελληνικών συμφερόντων, εισαγωγείς, εμπόρους και διανομείς  ελληνικών προϊόντων, χονδρεμπόρους της Κεντρικής Λαχαναγοράς, υπευθύνους μεγάλων καταστημάτων λιανικής πώλησης, εμπορικούς αντιπροσώπους ελληνικών εταιρειών και άλλους παράγοντες της εδώ αγοράς  οι οποίοι δραστηριοποιούνται στην περιοχή αρμοδιότητας του.

Από τις ανωτέρω επαφές και συνομιλίες μας προκύπτει μία αρκετά διαφοροποιημένη εικόνα, ανάλογα με τον εκάστοτε κλάδο δραστηριότητας και τον τρόπο λειτουργίας των συγκεκριμένων επιχειρήσεων.

Διατήρησαν ή και αύξησαν τα μερίδιά τους τα Ελληνικά προϊόντα μέσα στην καραντίνα στη Γερμανία

Οι περισσότερες επιχειρήσεις κατέγραψαν το τελευταίο δίμηνο μία ιδιαίτερα αισθητή μείωση του κύκλου εργασιών (άνω του 50% σε πολλές περιπτώσεις), αναβολές και ακυρώσεις παραγγελιών, προβλήματα καθυστερήσεων στις παραδόσεις και αυξημένη αβεβαιότητα ως προς την ομαλή ροή νέων παραγγελιών τους επόμενους μήνες.

Παρά τη σημαντική βοήθεια που έλαβαν από τη γερμανική κυβέρνηση, προκειμένου να αντιμετωπίσουν προβλήματα ρευστότητας, διατήρησης θέσεων εργασίας, με μερική έστω απασχόληση, κάλυψης των λειτουργικών τους δαπανών και των εκκρεμών φορολογικών και ασφαλιστικών τους υποχρεώσεων, οι περισσότερες επιχειρήσεις αναμένουν ότι, στο αμέσως προσεχές διάστημα, η ύφεση που θα πλήξει τη γερμανική οικονομία (της τάξεως του 6 με 7% κατά το τρέχον έτος, σύμφωνα με τις προβλέψεις του Ινστιτούτου IFO), θα επηρεάσει αναμφίβολα αρνητικά τις πωλήσεις και τη συνολική τους κερδοφορία.

Αρκετές επιχειρήσεις και παράγοντες της αγοράς εκτιμούν ότι, παρά την παραδοσιακή σταθερότητα που χαρακτηρίζει διαχρονικά τη γερμανική αγορά, η συνέχιση της πανδημίας και των επιπτώσεων της στην οικονομική δραστηριότητα και τους επόμενους μήνες, θα επιφέρει πιθανώς σημαντικές αλλαγές στη διαχείριση και στον τρόπο οργάνωσης και λειτουργίας της εφοδιαστικής αλυσίδας. Οι αλλαγές αυτές θα οδηγήσουν σταδιακά σε μία ευρύτερη αναδιοργάνωση και αναπροσαρμογή της, εστιασμένη στον τελικό χρήστη ή καταναλωτή, στην ικανότητα άμεσης ανταπόκρισης σε απότομες μεταβολές και διακυμάνσεις της ζήτησης, καθώς και στη διαρκή αναζήτηση εναλλακτικών πηγών αγοραστών και προμηθευτών.

Για να ανταποκριθούν στις νέες αυτές προκλήσεις, ορισμένες εξαγωγικές μας επιχειρήσεις σχεδιάζουν στρατηγικές εξειδίκευσης, βασισμένες στην ικανοποίηση ειδικών αναγκών ή επιμέρους τομέων της αγοράς και εστίαση σε παράγοντες πέραν του κόστους και της τυποποιημένης ποιότητας, όπως ευελιξία στην παράδοση και εκτέλεση παραγγελιών, εξατομικευμένη σχεδίαση, καινοτομικές χρήσεις και εφαρμογές και παροχή ολοκληρωμένων συνοδευτικών υπηρεσιών.

Για τον κλάδο τροφίμων και ποτών τονίζονται τα ακόλουθα:

Οι σημαντικότεροι εισαγωγείς ελληνικών τροφίμων και ποτών διοχετεύουν τα προϊόντα τους, κατά κύριο λόγο, στα πολυάριθμα ελληνικά εστιατόρια και, σε μικρότερο βαθμό, σε μεσογειακής κουζίνας εστιατόρια, ενώ ένα μικρότερο μέρος κατευθύνεται στη λιανική πώληση, σε ethnic καταστήματα και μικρά supermarkets ή μπακάλικα.

Όπως είναι εύλογο, η αναστολή της λειτουργίας των εστιατορίων και συναφών καταστημάτων το τελευταίο δίμηνο (με εξαίρεση τις παραδόσεις γευμάτων κατ’ οίκον σε συνεργασία με εταιρείες delivery και την παράδοση πακέτων υπό μορφή take away), επέφερε ραγδαία μείωση των πωλήσεων τους, ακύρωση νέων παραγγελιών και συνακόλουθα μεγάλη πτώση των εξαγωγών μας συσκευασμένων τροφίμων, με την εξαίρεση ορισμένων μακράς διαρκείας βασικών αγαθών στα οποία σημειώθηκε ακόμα και συγκυριακή αύξηση.

Με την επαναλειτουργία των καταστημάτων εστίασης αναμένεται να υπάρξει κάποια σταδιακή ανάκαμψη. Ωστόσο, αρκετοί συνομιλητές μας επεσήμαναν ότι λόγω της μείωσης της αγοραστικής δύναμης των καταναλωτών, της επιφυλακτικής στάσης πολλών πελατών τους και της γενικότερης αβεβαιότητας την οποία τροφοδοτεί η πανδημία, δεν πρέπει να αναμένεται επάνοδος στα θεωρούμενα, προ της κρίσης, ως φυσιολογικά επίπεδα πριν από την παρέλευση ικανού χρονικού διαστήματος. Ως εκ τούτου, οι προοπτικές των εξαγωγών τυποποιημένων προϊόντων δεν θεωρούνται ιδιαίτερα ευοίωνες στο άμεσο μέλλον.

Αντίθετα, όπως μας ανέφεραν χονδρέμποροι της Κεντρικής Λαχαναγοράς, διανομείς νωπών προϊόντων και υπεύθυνοι μεγάλων αλυσίδων λιανικής πώλησης, οι εξαγωγές φρέσκων φρούτων και λαχανικών διατηρήθηκαν σε σταθερά επίπεδα ή και, σε μερικές περιπτώσεις, αυξήθηκαν το τελευταίο δίμηνο, λόγω της στροφής των καταναλωτών σε μοντέλα υγιεινής διατροφής και της αναγκαστικής αύξησης του αριθμού των γευμάτων στο σπίτι.

Παράλληλα, ένας περιορισμένος αριθμός παραδοσιακών μας προϊόντων, όπως φέτα, γιαούρτι, ελαιόλαδο και ελιές, τα οποία διακρίνονται από υψηλό βαθμό αναγνωρισιμότητας και έχουν αποκτήσει σταθερή πρόσβαση σε μεγάλες αλυσίδες  supermarkets, διατήρησαν ή και αύξησαν τις πωλήσεις τους, αντισταθμίζοντας, ως ένα βαθμό, τη μείωση πωλήσεων μέσω των εστιατορίων.

Σημαντική αύξηση σημείωσαν, επίσης, οι διαδικτυακές παραγγελίες και το ηλεκτρονικό εμπόριο τροφίμων και ποτών, χωρίς, ωστόσο,  να είναι σε θέση να αντισταθμίσουν την πτώση των πωλήσεων που επέφερε η αναστολή της λειτουργίας των καταστημάτων γαστρονομίας και εστίασης.