Νότια Κρήτη

Αφιέρωμα στον Στάθη Στιβακτάκη (Σωμαροστάθη)

Αφιέρωμα στον Στάθη Στιβακτάκη (Σωμαροστάθη)

Ο Μπότης Θαλασσινός εξέφραζε αδιάκοπα τον θαυμασμό του προς τον Στάθη βλέποντας μια ταξιαρχία ηρώων

A-
A+
05/12/2019 | 12:44

 

Θέλω να μιλήσω για έναν ιδιαίτερο άνθρωπο, συνοδοιπόρο σ` ένα δρόμο που χάνεται πίσω μας χιλιάδες χρόνια, από τον Όρκιο Δία, ως τον Αη-Φανούρη τον καβαλάρη, τον Στάθη Στιβακτάκη.

Ζούμε και οι δυο μέσα στο ίδιο τραγούδι, το δεκαπεντασύλλαβο των αρμάτων. Μόνο, που εκεινού το τραγούδι παίρνει σάρκα και οστά πάνω στις μορφές των προγόνων, ενώ το δικό μου τραγούδι μαθητεύει ακόμη τη γλώσσα την ποιμενική στα μιτάτα της Ιθαγένειας.

Με τον Στάθη έχουμε κοινές καταβολές, και οι ιδέες μας συγγενεύουν εξ αίματος. Μιλάμε την ίδια γλώσσα, και τα λόγια μας, αδερφοπαίδια.

Γι` αυτό, τον Στάθη τον νιώθω, τον καταλαβαίνω, τι θέλει να πει, κι όταν γράφει, κι όταν ζωγραφίζει, κι όταν χορεύει, και προπάντων όταν μάχεται μ` εκείνη τη φοβερή τη γλώσσα του σώματος, όταν μιλάει σύγκορμος. Να βλέπεις τις λέξεις να φουσκώνουν μέσα στις φλέγες του, σα ζυμωτός στη σκάφη, να αναζητούν διέξοδο.

Και είμαι απόλυτα σίγουρος ότι, μ` αυτή την αρματωσά του λόγου, πάλεψε ως πρόεδρος της κοινότητας Βορριζίων σ` ένα στεγνό μετακατοχικό τοπίο, για να βάλει ένα μεγάλο λιθάρι στην ανοικοδόμηση του μαρτυρικού χωριού του. Πάλεψε, σέρνοντας από τη μια τα βαρίδια της κρατικής αδιαφορίας και της μεταπολεμικής συγκυρίας, αλλά έχοντας από την άλλη το πείσμα και το πάθος των συγχωριανών του, να ξανανθίσει και πάλι η ζωή μέσα από τα χαλάσματα.

Κι αν κάποτε έστερξε η πολιτεία να του δώσει κάτι, αυτό το κάτι δεν του χαρίστηκε, το κέρδισε με το σπαθί του.

Ποιος είναι όμως ο Στάθης; Ποιο είναι το τοπίο της ψυχής του, μέσα στο οποίο θράφηκε. Ποιες είναι οι ύλες που κουβαλάει μέσα του, αυτός ο ιδιότυπος και υπερβατικός άνθρωπος. Και λέω, υπερβατικός και ιδιότυπος, γιατί, χωρίς το στοιχείο της υπέρβασης και της ιδιοτυπίας δεν μπορείς να δώσεις έργο τέχνης, είτε αυτή η τέχνη είναι ακαδημαϊκή, είτε λαϊκή. Λόγια του Σεφέρη: Έχεις δικό σου ύφος; Κάνε τέχνη. Και μόνο η εξωτερική του δια βίου εμφάνιση, με το μαλλί και τον μπερέ, σηματοδοτεί κάτι. Μελετώντας την βιογραφία του ζωγράφου Θεόφιλου, βρήκα πολλά κοινά σημεία. Ένα από αυτά είναι η εξωτερική εμφάνιση του ανθρώπου. Ο Θεόφιλος σ` όλη του τη ζωή ήταν ντυμένος με την φουστανέλα του τσολιά, και ήθελε μ` αυτό να δείξει κάτι, ευνόητο για μας, την ιθαγένεια.

Ποιο είναι λοιπόν το ψυχικό του βιογραφικό, και ποια είναι η ιστορική  διαδρομή της τέχνης του, που διαφαίνεται και μέσα στο βιβλίο και μέσα στους πίνακές του. Αν ακολουθήσουμε την υπερβατική του πορεία μέσα στα έργα του, εύκολα θα βρούμε τα χνάρια της.

Ο Στάθης κατάγεται από τόπους ιερούς. Βουνά θεοβάδιστα. Βράχοι Καπεταναίοι. Άνεμοι καβαλάρηδες. Πλαγιές φορτωμένες με θρύλους και ιστορία. Εκεί γεννήθηκε ο Στάθης, πριν τέσσερις χιλιάδες χρόνια, μέσα στο Ιερό Σπήλαιο. Τυλιγμένος ακόμη με τις αρνίσιες προβιές, θυμάται δίπλα του τις φωνές του μικρού Δία, να κλαίει στην αγκαλιά της μάνας του, όπως ακριβώς τον έχει αναπαραστήσει σ` ένα του πίνακα.

Εκεί, σ` εκείνο το τοπίο του μύθου, βλέπω τον Στάθη, μικρό βοσκαδουράκι, στα χειμαδιά των προγόνων θεών.

Ύστερα, σα γύρισ` ο καιρός από το μέρος της ιστορίας, πήρε να κατεβαίνει μια-μια τις πλαγιές των αιώνων, μ` ένα βουργίδι ιστορίας στην πλάτη. Συνάντησε τους άλλους προγόνους, τους Δωριείς, όπως τους περιγράφει στο βιβλίο του, αυτή την πολεμική και ποιμενική ράτσα, που κατοίκησαν την Γότρυνα και πέρασαν τα κοπάδια τους στις πλαγιές της θεϊκής Ίδης.

Συνέχισε να κατεβαίνει τον χρόνο. Ντελικανιδάκι ακόμη πέρασε τα κάστρα και τους προμαχώνες της Βενετοκρατίας. Είδε την Φράγκικη σκλαβιά, τις αγγαρείες, την εθνική μας ταπείνωση, αλλά και την άρνηση των Βορριζανών να στρατολογηθούν στις γαλέρες των Φράγκων, κάτι που επισημαίνει στο βιβλίο του, επικαλούμενος τον ιστορικό Θεοχάρη Δετοράκη.

Όμως παρά την Φράγκικη κατοχή, η μοίρα θα τον βοηθήσει να βρει τον δρόμο του δίπλα στο χωριό του, στο Μοναστήρι του Βαλσαμόνερου. Εκεί θα γνωρίσει τους μεγάλους ζωγράφους, Δαμασκηνό, Άγγελο, Ερρίκο κ.ά. Εκεί θα μαθητεύσει δίπλα στους πρωτομάστορες και θα υπηρετήσει τον άρχοντα του Μοναστηριού, Αη-Φανούρη. Εκεί θα εργαστεί και ως φύλακας στην ζωή του αργότερα, για πολλά χρόνια. Οι μορφές των αγίων στους θόλους του Μοναστηριού θα στολίσουν και τον ουράνιο θόλο της δικής του ψυχής και θα αρχίσει να χαράζει σιγά-σιγά πάνω στην πέτρα και το ξύλο τα πρώτα φωτοστέφανα της τέχνης του.

Έτσι, όταν ο καιρός και η ιστορία γύρισε σελίδα από το μέρος της Τούρκικης καταιγίδας, ο Στάθης, άντρας ξετελεμένος πια, είδε τη μοίρα του τόπου να σέρνεται σκλάβα στα σοκάκια των Τούρκων και στα γιουρούσια των μαύρων αλόγων, όπου κράτος και εξουσία είχε ο αγάς και ο ασπέχης γενίτσαρος. Ζώστηκε τότε τα δικά του άρματα και άρχισε να χαράζει πάνω στα λάβαρα του αγώνα μορφές άλλων αγίων, τουρκομάχων καπεταναίων. Οι Βορριζανοί: Λεράτος, Φραγκιάς, Μαλικούτης, Λέκκας, Ρωμάνος, Χατζηδάκης, και οι Μεσσαρίτες, Κουρμούλης, Ξωπατέρας, Κόρακας, και πίσω τους κι άλλοι να ακολουθούν. Όλοι τους, σταυρωτά και κατάσαρκα ζωσμένοι την μοίρα τους, μπήκαν σε εκείνο τον πολύχρονο και αιματηρό αγώνα της λευτεριάς.

Επαναστάσεις, ταραχές, φοβέρες και αίματα. Η Τουρκοκρατία. Οι Τουρκομάχοι. Οι αγώνες τους είναι το μεγαλύτερο κεφάλαιο στην τέχνη του, ο μεγαλύτερος άθλος της ζωής του. Πώς να σηκώσει τους βαροκόκαλους εκείνους προγόνους μέσα από τη λήθη, μέσα από σκεπασμένες φωνές, μέσα από τάφους χαμένους, μέσα από σβημένες σελίδες, να τους περάσει στο φως, στον ήλιο της δικαιοσύνης.  Κάποιους, τούς είδε λεηλατημένους, κάποιους κακοποιημένους, κάποιους αδικημένους, κι έπρεπε να τους βάλει σε σωστή θέση στο εικονοστάσι της ιστορίας.

Όμως ο αγώνας του δεν σταματάει εδώ. Τον περιμένουν άλλα θηρία στις πρώτες σελίδες του εικοστού αιώνα. Μακεδονία, Μικρά Ασία. Πρόσωπα, όχι μόνο της Κρήτης άλλα όλου του έθνους. Και αφού τέλειωσε τούτο το χρέος, μπήκε στο τελευταίο μεγάλο κεφάλαιο της ζωγραφικής του, αλλά και των μαρτυριών του, γραπτών και προφορικών, για τα γεγονότα που σημάδεψαν βαθιά τη μοίρα του χωριού του, όπως έλαχε να τα δει με τα ίδια  του τα μάτια, την Γερμανική Κατοχή.

Τρομοκρατία, συλλήψεις, φυλακίσεις, ομηρίες, εκτελέσεις, πένθος και το φοβερό ολοκαύτωμα. και πάλι θα πιάσει χαρτί και μολύβι, πινέλο και χρώματα, να μας τα αθροίσει, αλλά και να μας δώσει το τελευταίο Πάνθεο των ηρώων που πήραν τα όπλα από την πρώτη ημέρα της Κατοχής, του πρώτου δηλαδή ένοπλου Βορριζανού πυρήνα. Ψαρογιώργης, Διονύσης, Βεΐσης Σκουτελογιώργης, Μπαλάσκας, Ψαρόκωστας, δίπλα στον αρχηγό Πετρακογιώργη.

Και όταν τέλειωσε αυτό το μεγάλο προσκλητήριο όλων αυτών των προγόνων ηρώων, ένας ήταν ο καημός του: Ποιον ξέχασε. Μη μείνει κανείς αμνημόνευτος, μη μείνει κανείς αλειτούργητος, μη μείνει κανείς στην λήθη.

Το ότι, αγαπητοί φίλοι, ο Στάθης δεν περιορίζεται στις ιστορικές φυσιογνωμίες του τόπου του, αλλά αγκαλιάζει όλο το έθνος σχεδόν, μαρτυρεί ότι αυτός ο λαϊκός και αυτοδίδαχτος μορφωμένος, εβγήκε «με το λύχνο του άστρου», όπως λέει ο Ελύτης, να δει κατά πρόσωπο τους ήρωές του, γιατί κανείς λαϊκός ζωγράφος δεν ζωγραφίζει αφηρημένες ιδέες. Να ζωγραφίσει του καθενός την αρματωσά, την μορφή και να καταγράψει στο βιβλίο, του καθενός τον αγώνα αλλά και την αδικία της ιστορίας. Μια αδικία που ο Στάθης δεν την μπορεί, δεν την ανέχεται, και σηκώνει δημόσια διαμαρτυρία μέσα από τις σελίδες του βιβλίου του: Ο Δασκαλογιάννης, λέει ο Στάθης, ο Μαλικούτης, ο Κόρακας, βαριοί πρόγονοι. Η πολιτεία έχει τιμήσει τους δύο με αγάλματα και πλατείες. Τον Μαλικούτη; αυτό το θηρίο, που τέθοιους άντρες γέννησε  λίγες φορές η Κρήτη. Πρωτοπόρος εντός και εκτός Κρήτης μαζί με τους συναγωνιστές του, δέκα χρόνια (1821-1830) καβαλάρης με το σπαθί στο χέρι. Μήπως και αυτόν δεν το έγδαραν ζωντανό οι Τούρκοι και τον έσερναν στους δρόμους του Μεγάλου Κάστρου;  Τι του έδωσε η πολιτεία; Ένα παράδρομο όπως και του Ρωμάνου.

Αγαπητοί φίλοι, πριν 5 χρόνια επισκεφτήκαμε το αργαστήρι του Στάθη με τον σπουδαίο συμπατριώτη ζωγράφο, Μπότη Θαλασσινό. Ήθελε να δει το έργο του. Η ξενάγηση κράτησε ώρες. Είπαν πολλά. Ο Θαλασσινός εξέφραζε αδιάκοπα τον θαυμασμό του, βλέποντας μια ολόκληρη ταξιαρχία ηρώων. Από τα χείλη του έβγαινε συνεχώς μία απορία: «τι λές βρε παιδί μου! τι λες βρε παιδί μου!».

Αυτό που έκανε σε μένα ιδιαίτερη εντύπωση παρακολουθώντας τους, ήταν το πάθος του Στάθη, κάτω από κάθε ήρωα, να ταυτίζεται με τον εικονιζόμενο. Γινόταν Μαλικούτης, Λέκκας, Ξωπατέρας, Ρωμάνος. Κάποια στιγμή σταμάτησε στον Λεράτο και τον Φραγκιά. Εκεί έδωσε μάχη. Με συνεπήρε το πάθος του, έτσι ώστε για μια στιγμή υπέρβασης, ένιωσα ότι τον Δερβίς Αγά τον σκότωσαν τρεις, ο Λεράτος, ο Φραγκιάς και ο Στάθης.

Στην διάρκεια της επιστροφής, ο Θαλασσινός μού τόνισε ότι, αυτή την δουλειά την κάνουν ελάχιστοι. Χαρακτήρισε τον Στάθη, λαϊκό   ιστορικό ζωγράφο με ένα έργο ιστορικής αξίας, που πρέπει να ανοιχτεί στο κοινό, καθότι είναι το ζωντανό πρόσωπο της ιστορίας, που η τέχνη έχει τον δικό της τρόπο να την διδάσκει.

Κλείνοντας, ήθελα να αναρωτηθώ: εμείς οι παροικούντες την Ιερουσαλήμ, που, είτε λίγο, είτε πολύ έχουμε δει από κοντά το έργο που μας παραδίδει ο Στάθης, που γνωρίζουμε ότι αφιέρωσε μια ολόκληρη ζωή για αυτό, έχουμε συνειδητοποιήσει το μέγεθος της προσφοράς του; Κι αν γνωρίζουμε ότι δεν ζωγράφιζε για βιοποριστικούς λόγους, να πουλήσει τα έργα του, άλλα κινούμενος μονάχα από ένα εσωτερικό πάθος και αγάπη για την ιστορία του τόπου του, τότε όλη η προσπάθειά του έχει πολλαπλάσια αξία.

Αγαπητέ φίλε Στάθη, μας παραδίδεις ζωντανή την αρματωσά της ιστορίας μας,

τα παιδιά, τα παιδιά

μην μείνουν ξαρμάτωτα, άδεια κορμιά,

γιατί οι βάρβαροι

όλο θα ξανάρχονται, όλο θα ξανάρχονται

είτε με φωτιά και τσεκούρι,

είτε με άλλης λογής αρματωσές κι άλλης λογής ξινάρια.

Κωνσταντίνος Γ. Καργάκης