Νότια Κρήτη

Μεσαρά: Ποιος ήταν ο Μπουζογιώργης που μεσουρανούσε τις δεκαετίες του ‘30 έως και ΄50

Μεσαρά: Ποιος ήταν ο Μπουζογιώργης που μεσουρανούσε τις δεκαετίες του ‘30 έως και ΄50

Ο Μπουζογιώργης και τα πρώτα αναψυκτικά

A-
A+
15/01/2021 | 15:00

Ένα σπουδαίο πρόσωπο που μεσουρανούσε στη Μεσαρά τις δεκαετίες του ‘30 έως και ΄50, ήταν ο Γεώργιος Μαρκάκης, ή Μπουζογιώργης. Γεννήθηκε το 1898 στη Γαλιά, και πέθανε το 1996 σε ηλικία 98 χρόνων!

Ήταν από ότι μας λένε οι μαρτυρίες μας, όπως του γιού του Γιάννη Μαρκάκη, και του Μύρωνα Μαραγκάκη, μια σπουδαία προσωπικότητα στη Γαλιά, αλλά και στην περιοχή της Μεσαράς, τη δεκαετία του 30 και μετά, μέχρι που πέθανε!
Ο άνθρωπος αυτός όπως θα αναφέρουμε παρακάτω, κατάφερε πολλά στη ζωή του, διότι ήταν άνθρωπος της προόδου, και ένας από τους λίγους που ξεχώριζαν τότε στα διάφορα χωριά! Ο άνθρωπος αυτός ξεχώριζε για την εξυπνάδα του, την ευστροφία του και στην ικανότητα του στο εμπόριο, και αυτό αργότερα το μετέδωσε και στα παιδιά του, που προόδευσαν κι αυτά στο εξωτερικό, και συγκεκριμένα στη Βραζιλία. Πέραν αυτών όμως κατάφερε να προοδεύσει το ίδιο το χωριό του η Γαλιά, και τον τρόπο θα τον πούμε παρακάτω.

Ο Μπουζογιώργης και τα πρώτα αναψυκτικά

Ήταν αυτός που έφτιαξε την πρώτη βιοτεχνία αναψυκτικών στη Γαλιά, αγοράζοντας την ειδική μηχανή εμφιάλωσης! Την μηχανή εκείνη ο Μπουζογιώργης την είχε στο καφενείο του που αρχικά το έκανε στο σπίτι του στα Λιδιανά, και μετά στον κεντρικό δρόμο του χωριού. Την τοποθέτησε μάλιστα στο υπόγειο, και πολύ αργότερα την πούλησε στο Δημήτρη Μιχαλομανολάκη , γνωστός ως «Λοχίας»!Μετά από αυτόν, εμφιαλωτήριο αγόρασε στη Γαλιά και ο Κωστής Σταθοράκης, η «Καψαλόκωστας». Ο Μπουζογιώργης τροφοδοτούσε όλα τα καφενεία της Γαλιάς, αλλά παράλληλα πούλαγε και στις Μοίρες, παρ όλο που είχε μηχανή εμφιάλωσης ο Συγγελάκης! Ερχόταν επίσης με τα γαϊδούρια καφετζήδες και από τα κοντινά χωριά και έπαιρναν δυο ή τέσσερα τελάρα, διότι είχε καλή φήμη το Γαλιανό νερό, και έτσι το προτιμούσαν όλοι. Πολλές φορές τη δεκαετία του ‘30 – ‘40 πήγαινε με το μουλάρι στο Ηράκλειο και έφερνε τις γυάλινες ειδικές μποτίλιες της εποχής.

Γιατί ο Γιώργης Μαρκάκης πήρε το πατατσούκλι «Μπούζος»;

Πρώτα πρώτα πρέπει να πούμε πως η λέξη buz στα τούρκικα σημαίνει κρύο, και η λέξη μπούζι ήταν πολύ διαδεδομένη στην Κρήτη, σαν λέξη δανείων. Ο Μπουζογιώργης είχε στο σπίτι του που ήταν και καφενείο, ένα πιθαράκι, που το γέμιζε με κρύο νερό που έφερνε από μια πηγή την Κουτσουνάρα. Για να διατηρείται όμως κρύο, το τύλιγε με μια λινάτσα που την κατάβρεχε όπως κάνανε και με το σταμνί, και το νερό στο πιθαράκι ήταν πάντα μπούζι.
Στις δουλειές του έπαιρνε πάντα και τα παιδιά του, τα οποία τα είχε μάθει όχι μονάχα τα μυστικά του εμπορίου και να πουλάνε τα αναψυκτικά, αλλά και να παράγουν τα ίδια αναψυκτικά!
Έπαιρνε τα παιδιά του σε όλα τα πανηγύρια της περιοχής, και εκείνα έβαζαν τα μπουκάλια στο τρεχούμενο κρύο νερό να κρυώσουν, που πάντα υπήρχε διαθέσιμο σε κάθε πανηγύρι.

Τέτοια τρεχούμενα νερά υπήρχαν στα πανηγύρια στα Βορίζα, στο Βροντίσι, στο Ζαρό, στην Καλυβιανή, στην Αγία Μαρίνα κλπ. Φώναζαν λοιπόν τα παιδιά του δυνατά στον κόσμο: «Έχομε λεμονάδες μπούζι»! «Μπούζι γκαζόζες έχομε»! Έτσι πολύ γρήγορα εντυπωσίαζαν τον κόσμο τα παιδιά όλα, ώσπου πήραν την ονομασία «τα Μπουζάκια», και φυσικά ο πατέρας τους έγινε κι αυτός «Μπούζος»!
Ο ίδιος όμως ο πατέρας τους εμφύσησε στα παιδιά του το μικρόβιο του εμπορίου, και εκείνα αρχικά μέσα στην κούτα των λουκουμιών πούλαγαν διάφορα, λουκούμια καραμέλες κλπ μέχρι να μπουν στο πνεύμα του εμπορίου! Ο Μπουζογιώργης έκανε 17 παιδιά και τέλος ζήσανε τα 7!

ΤΑ ΑΝΑΨΥΚΤΙΚΆ ΤΗΣ ΕΠΟΧΉΣ

Στις δεκαετίες του ‘50 και ’60, τα αναψυκτικά, ήταν υπόθεση οικιακή! Μπορούσε κάποιος να έχει το μηχάνημα παρασκευής στο σαλόνι του, η σε ένα δωμάτιο! Δεν έπιανε χώρο, ήταν όμως προσοδοφόρο στο να φέρει επιπλέον χρήματα.
Η παραγωγή αναψυκτικών απαιτούσε τέσσερα βασικά πράγματα, τη μηχανή, μια φιάλη οξυγόνου, την πρώτη ύλη, και μια δεξαμενή για πλύσιμο των μπουκαλιών, ασφαλώς τα μπουκάλια και τα καπάκια. Από τη στιγμή που θα αγοραζόταν το μηχάνημα, όλα τα άλλα τα έστελναν προμηθευτές. Κάθε προϊόν το έστελνε και άλλος προμηθευτής. Πολλές φορές τη μηχανή την πούλαγε κάποιος και την αγόραζε άλλος, έτσι άλλαζαν συχνά χέρια.
Στην Κρήτη είχε σχεδόν και σε κάθε χωριό και από ένα καφενείο που παρήγαγε αναψυκτικά.

Η διαδικασία για να γεμίσει αναψυκτικό ένα μπουκάλι

Αρχικά έπρεπε τα μπουκάλια να είναι καθαρά, για το λόγο αυτό, υπήρχε κάπου μια δεξαμενή με νερό που μέσα εκεί άφηναν τα μπουκάλια να μαλακώσουν, και με ένα φουρτσάκι τα καθάριζαν εσωτερικά. Η δεξαμενή σε κάποιους δεν ήταν απαραίτητη, αφού τα καθάριζαν και στο νεροχύτη, εν τούτοις όμως κάποιοι είχαν δύο δεξαμενές!
Αφού τα καθάριζαν καλά με το φουρτσάκι στην πρώτη δεξαμενή, τα έριχναν μετά στη δεύτερη για καλύτερο πλύσιμο.
Καθαρό πλέον το μπουκάλι, το τοποθετούσαν στη ειδική θέση στη μηχανή, η οποία ήταν συνδεδεμένη με μια μεγάλη φιάλη οξυγόνου. Κάτω σε μια ειδική λεκάνη ήταν ο χυμός, που ήταν κυρίως λεμονάδα και πορτοκαλάδα. Στη γκαζόζα χρησιμοποιούσαν σκέτο νερό με ζάχαρη. Τον χυμό δεν τον έπαιρναν από τα φρούτα, αλλά τον έστελναν οι προμηθευτές σε παχύρευστη συμπυκνωμένη μορφή, σε γαζοντενεκέδες, η πλαστικά βαρελάκια. Αφού τον αραίωναν με νερό έμπαινε στη λεκάνη όπου με ένα μπρικάκι γέμιζαν ένα – ένα το μπουκάλι. Αργότερα η μηχανή είχε σωληνάκι για να γεμίζει τις φιάλες
Η μηχανή έπαιρνε σε ειδική θέση και τα καπάκια, είχε μια μανιβέλα, που γύριζε κάποιος τότε γέμιζε το μπουκάλι, έμπαινε ταυτόχρονα και το οξυγόνο και στη συνέχεια έκλεινε σφιχτά και το καπάκι που είχε τα γνωστά δοντάκια εξωτερικά.
Τα πρώτα μπουκάλια ήταν φαρδύτερα, και έκλειναν με ειδικό μοχλισμό με πορσελάνινο καπάκι που ήταν μόνιμο πάνω στο μπουκάλι.
Χυμούς που δεν αγόραζαν από προμηθευτές αλλά τους έφτιαχναν μόνοι τους, ήταν οι σουμάδες με πικραμύγδαλο, οι κανελάδες, και τα μπυράλ. Μια μέση ημερήσια παραγωγή ήταν συνήθως τρία τελάρα, για τη τοπική κατανάλωση, αλλά και για πούλημα σε άλλα γειτονικά χωριά.

Τα τελάρα τότε ήταν ξύλινα.

Τα πρώτα τελάρα ήταν ξύλινα, και πολλές φορές τα φτωχά παιδιά στα καφενεία, όταν έβλεπαν άδεια μπουκάλια γκαζόζας στα τελάρα, μετάδιαζαν όλα τα μπουκάλια σε ένα, για να βγάλουν μια μικρή ποσότητα και να την πιούν, έτσι για να γευτούν κι εκείνα λίγη από τη θεϊκή της γεύση!

Η μηχανές με τα χρόνια είχαν και ανάλογη εξέλιξη.

Το επόμενο στάδιο ήταν η μηχανή σε κυκλική μορφή που έπαιρνε 24 μπουκάλια και γυρνώντας το μοχλό, γέμιζαν και έκλειναν αυτόματα όλα.
Στο τέλος , αρχές της δεκαετίας του ’70 που πήγε το ρεύμα και στα χωριά, όλες αυτές οι μικρές μηχανές πήγαν στην αποθήκη ή πετάχτηκαν.
Ελάχιστοι μονάχα έκαναν βήματα μπροστά και συνέχισαν με νέες ηλεκτροκίνητες μηχανές και παράγουν αναψυκτικά και σήμερα

Οι προμηθευτές

Προμηθευτές από τη Σπάρτη έστελναν συμπυκνωμένο χυμό σε πλαστικά δοχεία, ενώ από τη Χίο τα έστελναν σε γαζοντενεκέδες. Της από την Αγιά Χανίων, τον έστελναν σε βαρελάκια πλαστικά με νάιλον σακούλα μέσα σφραγισμένη. Τα μπουκάλια τα έστελνε από την Αθήνα η Γιούλα, ή πήγαιναν και τα αγόραζαν από το Ηράκλειο . Τα καπάκια τα έστελνε και αυτά προμηθευτής

Ο ΡΌΛΟΣ ΤΟΥ ΜΠΟΥΖΟΓΙΏΡΓΗ ΣΤΑ ΚΤΉΜΑΤΑ ΤΗΣ ΜΟΝΉΣ ΒΡΟΝΤΙΣΊΟΥ

Τα χρόνια του ΄30 ‘ 40 οι κεφαλές του χωριού μας, έκαναν ταχτικά συμβούλια στο καφενείο του Στυλιανού Δρουγκάκη ή «Δρουγκοστελιανού», το επονομαζόμενο, «ΙΔΑΊΟΝ ΆΝΔΡΟΝ»!

Ο Μπουζογιώργης δεν είχε γραμματικές γνώσεις, δεν είχε ούτε καμιά σπουδαία θέση στην ιεραρχία , ούτε πρόεδρος διετέλεσε, ούτε γραμματικός! Είχε όμως άλλα προσόντα, ήταν πολύ δραστήριος, έξυπνος, πειστικός, και επίμων άνθρωπος!

Έμαθε όμως ο Μουζογιώργης για ένα νόμο του Βενιζέλου, περί διεκδίκησης της μοναστηριακής περιουσίας, που στην περιοχή μας δεν ήταν ακόμα γνωστός.
Εκεί λοιπόν, σε αυτό το καφενείο του Δρουγκοστελιανού, αλλά και στο δικό του, κατάφερε να πείσει τους χωριανούς του, να οργανωθούν, να φτιάξουν επιτροπές, και να εδιεκδικήσουν τα λεγόμενα «μοναστηρικά», η «εφεδρικά»,δηλαδή όλη την καλλιεργήσιμη έκταση, στη περιοχή του Βελούδη, που μέχρι τότε ανήκε στην Ιερά Μονή Βαλσαμονέρου.
Κατάφερε ο άνθρωπος αυτός, να γίνουν πράξεις νόμοι του κράτους, που αφορούσαν τις διανομές των εκκλησιαστικών περιουσιών των μοναστηριών, και να επέλθουν σαν ανταμοιβή στους έφεδρους πολεμιστές!

Η παραχώρηση των κτημάτων στους έφεδρους πολεμιστές του Β΄παγκοσμίου πολέμου από το 1939 και μετά.

Εδόθη κλήρος στους πολεμιστές 1940 – 1942, καθώς και στους εφέδρους του εμφυλίου 1944 – 1949.

Η Μονή Βαλσαμονέρου τα νοίκιαζε σε ένα χαμηλό κόστος , σε ένα η δύο άτομα, και εκείνα τα υπενοικίαζαν κατόπιν σε ντόπιους καλλιεργητές.

Να αναφέρουμε εδώ για την ιστορία, ότι η περιοχή Βελούδης αρχικά λεγόταν «Βελούλης», από την ονομασία αυτή της Παναγίας τηςΚεράς της Βελουλιανής.
Εκεί που βρίσκεται σήμερα η εκκλησία του Άη Γιάννη, στα θεμέλια της εκκλησίας αυτής, κάποτε, βάσει ντοκουμέντων, και γραπτών μαρτυριών, ήταν χτισμένη η εκκλησία της Παναγίας της Κεράς της Βελουλιανής.

Γύρω εκεί από την εκκλησία υπήρχε και ένα μοναστήρι, που οι τοίχοι των κελιών σωζόταν ακόμα μέχρι το 1960 περίπου. Σήμερα έχουν χαθεί τελείως, λόγω της καλλιέργειας της ελιάς. Η πρωτοβουλία του Γεωργίου Μαρκάκη, είχε την αμέριστη στήριξη των χωριανών του, και έτσι κατά το 1930 περίπου, πήγε μαζί με επιτροπές σε υπουργεία, στο υποθηκοφυλακείο του Ηρακλείου, και διεκδίκησε μαζί με την επιτροπή, τα μοναστηριακά για το χωριό, για να δοθούν ως κλήροι, στους πολεμιστές.
Ίσως οι επιτροπές να έφθασαν και μέχρι υπουργείο πολιτισμού στην Αθήνα, αν και δεν είναι απόλυτα εξακριβωμένο, για να καταφέρουν όλοι μαζί τελικά, να περιέλθει η μοναστηριακή περιουσία σε ιδιώτες, και κάποιοι έκαναν μάλιστα συμβόλαια έναντι ενός χαμηλού τιμήματος σε δόσεις, που αργότερα μάλιστα χαρίστηκαν !
Τις συμβολικές δόσεις αυτές αρχικά, άλλοι τις πλήρωναν, άλλοι όχι.
Έτσι, χάριν τη βοήθεια και αυτού του άξιου άνθρωπου, πολλοί χωριανοί μας, είχαν από ένα καλό κλήρο, όπου κατάφεραν όλοι αυτοί να καλυτερεύσουν τα οικονομικά τους!

Η περιοχή στον Βελούδη ήταν εύφορη και για αυτό περισσότεροι που παρέλαβαν τα χωράφια αυτά, φύτεψαν ελιές, και άλλοι αμπέλια, διότι το μέρος κατά το περισσότερο ήταν πεδινό.

Δύο λόγια για την ιστορία

Γνωρίζουμε όλοι πως επί τουρκοκρατίας, οι Τούρκοι άρπαζαν τις περιουσίες όλων και τα έκαναν δικά τους. Είχαν όμως καταφέρει οι Έλληνες και είχαν δωροδοκήσει τον Σουλτάνο, ώστε οι αγάδες να μην κατάσχουν μοναστηριακές περιουσίες! Έτσι άρχισε ο κόσμος για να γλυτώσει τα χωράφια του, να τα παραχωρεί στα μοναστήρια, και εκείνα με τη σειρά τους σαν αντάλλαγμα να τους επιτρέπουν να καλλιεργούν το μισό. Φεύγοντας όμως οι Τούρκοι από την πατρίδα μας, τα μοναστήρια βρέθηκαν με τεράστιες περιουσίες, και στο τέλος δεν παραχωρούσαν ούτε το μισό στους ιδιοκτήτες τους, παρά την συμφωνία! Άλλοι πάλι χριστιανοί βαθειά θρησκευόμενοι, παραχωρούσαν όλη τους την περιουσία στα μοναστήρια, επειδή θεωρούσαν ότι με αυτήν την πράξη τους θα πάνε στον Παράδεισο! Εξού και η παλιά φράση: «Σφάξε με αγά μου να αγιάσω»!
Όλη όμως τελικά αυτή η περιουσία έμενε για χρόνια στα Μοναστήρια να την εκμεταλλεύονται όπως θέλουν εκείνα. Έτσι έγινε και με τα Βελουδιανά χωράφια, ώσπου μπήκε μπροστάρης ο Μπουζογιώργης, και όλοι μετά οι χωριανοί κατάφεραν να την αποσπάσουν από το Μοναστήρι και τους ενοικιαστές που τα εκμεταλλευόταν..

Αυτά όλα πρέπει να τα αναφέρουμε σήμερα, σαν το λιγότερο χρέος που οφείλουμε σε αυτούς τους ανθρώπους που βοήθησαν για το καλύτερο στον τόπο μας. Να προβάλουμε το έργο τους και την προοδευτικότητα αυτών των ιδιαίτερα χαρισματικών ανθρώπων, και αυτό για να μην χάνουμε εμείς σήμερα την ταυτότητά μας.

Σαν τον Μπουζογιώργη, και πολλοί άλλοι έγιναν πρωτοπόροι στην πρόοδο και ευημερία του χωριού μας, και κατ επέκταση της Μεσαράς.

Κείμενο – φωτογραφίες: Γεώργιος Χουστουλάκης