Νότια Κρήτη

Μνήμες από κρητική παράδοση

Μνήμες από κρητική παράδοση

Ο θρυλικός Νταντάλας της Κρητικής μουσικής

A-
A+
30/06/2018 | 16:30

 

 

Ήταν χειμώνας. Κι ο χειμώνας στη Βιάννο εκείνης της εποχής δεν  «εκουντούριζε», δηλαδή δεν εχωράτευε. Ξάφνου, κάνει την εμφάνισή της στο καφενείο του Πλαντζουνάκη, στο Σωρό, την όμορφη γειτονιά της Άνω Βιάννου που τότε έσφυζε από ζωή, μια γνώριμη-γραφική φυσιογνωμία, ο Δημήτρης ο Μπαρίτης, γνωστότερος ως «Νταντάλας». Το βουργίδι, το γνωστό-υφαντό κρητικό δισάκι στους ώμους του και μέσα ο αχώριστος φίλος του: η λύρα του! Χωρίς πολλά πολλά, έβγαζε το όργανο και έπαιζε σόλο κοντυλιές και τραγουδούσε μ’ ένα ιδιαίτερο τρόπο τις μαντινάδες του. Σταματούσε τη λύρα για να πει τη μισή μαντινάδα κι ύστερα ξανά η λύρα. «Γιάντα Δημήτρη όντα τραγουδείς δε παίζεις τη λύρα;», τον ρώτησε ένας θαμώνας. «Γιατί θέλω το μυαλό μου να ’ναι σ’ ένα τόπο», απάντησε πειστικά ο Νταντάλας.  Όσοι τον ήξεραν, έδιναν περισσότερο βάρος στις μαντινάδες, γιατί ενώ ήταν έμπνευση της στιγμής, εντούτοις ήταν βαθύτατα φιλοσοφημένες. Σπάνια ο Δημήτρης έλεγε παθιάρικες ερωτικές μαντινάδες. Οι περισσότερες ήταν σκωπτικές. Του άρεσε να σαρκάζει και να σαρκάζεται, να πειράζει και να πειράζεται, να προκαλεί και να προκαλείται.

Τρείς είναι οι λυράρηδες

εις το νησί της Κρήτης
Μουντόκωστας, ο Σκορδαλός

κι ο Μπαριτοδημήτρης,

έλεγε συχνά, και το πίστευε!

Εκεί λοιπόν, στο καφενείο του Πλαντζουνάκη, ο Νταντάλας είχε βρει πρόσφορο έδαφος, πολλούς γνωστούς και φίλους που τον κερνούσαν ακατάπαυστα. Κι εκείνος έχοντας πιει το… κατιτίς παραπάνω, ευθυμολογούσε ασταμάτητα. Όμως ήταν τόσο πνευματώδης, που όχι μόνο δεν άφηνε αναπάντητα τα πειράγματα, αλλά οι απαντήσεις του ήταν κάτι σαν τους ποιητικούς χρησμούς του Σουρή!

Η ώρα όμως είχε παρέλθει και ο Νταντάλας, δεν είχε βρει «κοιμηθιά». Κάποια στιγμή, ο μακαρίτης ο πατέρας μου ανακοίνωσε στην επίσης μακαρίτισσα μητέρα μου την πρόθεσή του, να κονέψουμε τον Νταντάλα στο σπίτι μας! Πράγματι, η μητέρα μου έστρωσε το κρεβάτι σ’ ένα παρακείμενο του σπιτιού μας ανεξάρτητο δωμάτιο, εκεί όπου σε μια εντοιχισμένη ντουλάπα, έργο του Μανώλη Παπαδογιάννη (Σιρκούφη),εφύλασσε τα «καλά» μας ρούχα. Εκεί κατέλυσε ο Νταντάλας, τη βραδιά αυτή. Την επομένη, Κύριος οίδε σε ποιο χωριό θα αναζητούσε κατάλυμα. Όταν το πρωί, ο πατέρας μου επήγε προκειμένου να τον προσκαλέσει για καφέ, διαπίστωσε ότι από το εσωτερικό του σπιτιού έτρεχε αρκετό υγρό με έντονη οσμή κάτουρου! Όντως, ο Νταντάλας, μετά από κατανάλωση ανυπολόγιστης ποσότητας αλκοόλ, προφανέστατα και με τη συνδρομή του… «προστάτη», μεταξυπνούσε συχνά για να ουρήσει. Το ελάχιστο ημίφως της λάμπας, δεν του επέτρεπε να δει αν επρόκειτο περί εντοιχισμένης ντουλάπας ή για καμπινέ. Εν πάση περιπτώσει, εκτός του πλυσίματος σεντονιών, η μητέρα μου επιφορτίστηκε με το πλύσιμο όλων των «καλών» μας ρούχων!!!

Η καθ’ όλα εύθυμη αυτή μαρτυρία, δεν καταγράφεται προκειμένου να αποδοθεί μομφή στον Νταντάλα, αλλά γιατί, ασφαλώς είναι μέρος του πλούσιου βιογραφικού του. Ας μου επιτραπεί να παραθέσω ακόμη μια ιστορία με εξαιρετικό ενδιαφέρον. Ο Νταντάλας περιφέρεται επί μέρες στην ανατολική Μεσσαρά και συγκεκριμένα στα φιλόξενα χωριά των Αστερουσίων. Το σενάριο γνωστό: Η λύρα στο βουργιάλι, ξανά σκαστός από τον… «αβάσταχτο» οικογενειακό ζυγό, περιφέρεται από καφενείο εις καφενείο, έως ότου βρει ανθρώπους του σαρικιού του για να «ζέψει» το όργανο…

Ο Δημήτρης Δροσατάκης ή Νταντάλας

Λιγνός άντρας, ντυμένος παραδοσιακά στην… πένα, με γκιλότα, ενίοτε μεϊτανογέλεκο, χακί ή μαύρο πουκάμισο, μαύρα-καλογυαλισμένα στιβάνια, το σαρίκι του πιτήδεια στο κεφάλι του, εκτός κι αν βρισκόταν σε ευθυμία οπότε το κρεμούσε στο λαιμό, και δυο μικρούλικα αλλά διαπεραστικά έξυπνα μάτια. Είναι εξόχως ενδιαφέρον, πώς ένας άνθρωπος που επί μέρες περιπλανιόταν χωρίς πρόγραμμα, χωρίς πλάνο, να διατηρείται τόσο καθαρός και τόσο περιποιημένος. Όπου κι αν πήγαινε έβρισκε γνωστούς. «Κέρασε το Δημήτρη», διέταξε ο Γιώργης τον καφετζή. Μόλις έφτανε η πρώτη ρακή, ο Δημητρός άνοιγε το βουργιάλι, έβγαζε τη λύρα του κι άρχισε να παίζει κοφτές κοντυλιές, που τις συνόδευε με τις πιτήδεια ταιριασμένες μαντινάδες του:

Απ’ όλα τα ελατήρια

μ’ αρέσει το ντιβάνι

εγώ το χώμα να θωρώ

κι κείνη το ταβάνι …

 

Εγώ θα πάρω κοπελιά

να ’χει βυζά μεγάλα

κι άμα δεν θα ’χομε ψωμί

να πίνω σκιάς το γάλα!

Όλα έβαιναν καλώς, μέχρι που ο Μήτσος είπε την ακόλουθη μαντινάδα:

Όσα τσικουροβάσταγα

ήλυσα στο καιρό μου

φορτώματα να τα ’κανα

δεν τα ’λυε ο γάιδαρός μου!

Η μαντινάδα εκλήφθηκε ως μεγάλη προσβολή, από τους άνδρες της παρέας και ο Δημήτρης, που δυστυχώς, παρεξηγήθηκε αδίκως, έφαγε παρά μία τεσσαράκοντα! Για να κατανοήσετε την μαντινάδα οφείλουμε να κάνουμε κάποιες επεξηγήσεις. «Τσικουροβάσταγο» ήταν μια σχετικά χοντρή κλωστή με τη οποία έδεναν οι γυναίκες τα εσώρουχά τους για να μην τους πέφτουν, αφού δεν είχε ακόμη ανακαλυφθεί το λάστιχο. Τα «φορτώματα» ήταν (είναι) ένα μεγάλου μήκους σκοινί, το οποίο χρησιμοποιούνταν για να δένουμε τα όσα φορτώναμε (ξύλα, τσουβάλια κ.α.) στα υποζύγια (γαϊδούρια και μουλάρια). Οι άνδρες της παρέας λοιπόν προσβλήθηκαν από την μαντινάδα, αφού την εξέλαβαν ως προσωπική «μπηχτή»! Το μπερντάχι έγινε γρήγορα γνωστό στην ευρύτερη περιοχή, αλλά και στα Μπαρίτικα όπως και στη Άνω Βιάννο.

Λίγους μήνες αργότερα, ο Νταντάλας βρέθηκε στη Άνω Βιάννο, και μοίρα καλή τον έσμιξε με κάποιους μερακλήδες μεταξύ των οποίων και τον δάσκαλο Σήφη Κόμη, ο οποίος, έπαιζε μαντολίνο και φυσικά εσυνόδευσε στη λύρα τον Δημήτρη. Σπάνια ο Νταντάλας συνοδεύονταν από πασαδόρο, γι’ αυτό και οσάκις τύχαινε συνοδείας λαούτου ή μαντολίνου ενθουσιάζονταν, και με την αυθεντική λασιθιώτικη αποφορά στο λόγο του έλεγε: «Ω ανάθεμά μας παίχτες»!!! Ο δάσκαλος, θέλοντας να κεντρίσει τον Νταντάλα, τραγούδησε σκοπίμως την περιβόητη μαντινάδα εκείνη, που έγινε αφορμή να τον ξυλοφορτώσουν. Η απάντηση ήρθε ακαριαία από τον Δημήτρη:

Κατρακυλά η γλώσσα σου

δίχως τη συμβουλή σου

και πού θα τηνε σπάσουνε

Σήφη την κεφαλή σου!!!

Θα παραθέσουμε ακόμη μια ευτράπελη ιστορία, έτσι όπως μας την διηγήθηκε ο αείμνηστος Γιάννης Τζαμουζάκης, ο μετέπειτα κοινοτάρχης Βιάννου. Ο Νταντάλας «εξέπεσε» στον Κερατόκαμπο, φιλοξενούμενος μιας άλλης προσωπικότητας, του δικηγόρου Γιάννη Κονδυλάκη (Κοντυλογιάννη). Δεν θυμάμαι, αν ήταν ο Κονταξογιώργης ή κάποιος άλλος Κερατοκαμπίτης, που είχε ένα συμπαθέστατο γαϊδούρι, το οποίο όμως ήταν σε βαθιά γεράματα. Όταν το είδε ο Νταντάλας να βόσκει στο ξερονόμι, εκεί πάνω απ’ της Μαριάννας το Μαγατζέ, το λιμπίστηκε, καθώς του έλειπε ένα μεταφορικό μέσο. Ο Τζαμουζάκης, διέγνωσε την σφοδρή επιθυμία του Νταντάλα και, εν ριπή οφθαλμού, συγκέντρωσε από τους θαμώνες των καφενείων, του Νικήτα και του Κοκόλα, το απαιτούμενο ποσό για την αγορά του τετράποδου. Έτσι κι αλλιώς, οι απαιτήσεις του πωλητή ήταν ελάχιστες, αφού το ζώο ήταν λίγο πριν το βιολογικό του τέλος. Μερικά λεπτά αργότερα, ο Νταντάλας διήρχετο έφιππος τους Μαγατζέδες καταχειροκροτούμενος από τους παριστάμενους! Ο γάιδαρος κοκαλώνει από το «πσού» του καβαλάρη, ο οποίος, αντί άλλων ευχαριστιών, λέει την ακόλουθη μαντινάδα:

Όλοι σας να ’χετε χαρά,

γιατί κι εγώ χαρά ’χω

αφού εκαβαλίκεψα

γάιδαρο δίχως να ’χω!!!

Πηγαίνοντας για τον Κερατόκαμπο συνέθεσε και μια ακόμη μαντινάδα, βαθύτατα φιλοσοφημένη, καθώς βλέποντας από ψηλά τη θάλασσα και συνειδητοποιώντας την απεραντοσύνη της είπε:

Λογίζομαι τη θάλασσα,

βαθειά που την ανοίξαν

τα χώματα που βγάλανε

πού διάολο τα ρίξαν;

Στα παραπάνω προστίθεται μια εξαιρετική ατάκα του Νταντάλα, ο οποίος, ως προελέχθη, φιλοξενείτο μαζί με κάποιους Βιαννίτες φοιτητές, στην περιβόητη «Αρκαλιά», το σπίτι του δικηγόρου Ιωάννη Κονδυλάκη, στην παραλία του Κερατόκαμπου. Παρά το ξενύχτι και την ακατάσχετη ρακοποσία, ο Νταντάλας ξύπνησε περί τις 5:00 τα ξημερώματα. Έκαμε κάμποσες βόλτες προς την Αρμενόπετρα και τους Μαγατζέδες, αλλά… η ώρα δεν περνούσε. Κάθισε έξω, στην βεράντα του παραλιακού σπιτιού, κάπνισε ένα, δύο, πέντε τσιγάρα, αλλά ουδείς εκ της παρέας θέλησε να ξυπνήσει. Η ώρα πλησίαζε στις 10:00 και τα νεύρα του Νταντάλα είχαν ήδη τεντώσει, αφού, τόσο ο οικοδεσπότης, όσο και οι φιλοξενούμενοί του έδειχναν κάποιο σημάδι, ότι δεν είχαν (έστω) υποψία πρόθεσης να αφυπνιστούν! Πιάνει τη λύρα και στέκεται ευθυτενής στο δωμάτιο, εκεί όπου ήταν «ψαθιά» ξαπλωμένοι οι νέοι και, με το δωρικό του ύφος τους λέει: «Να σας ε-παίξω μια ρούμπα;;;;»! Φυσικά, απάντηση δεν πήρε ποτέ!

Φωτογραφία του Μανώλη Παπαδογιάννη μπροστά στην περιβόητη «αρκαλιά», το σπίτι του δικηγόρου Ιωάννη Κονδυλάκη (Κοντυλογιάννης) που είναι δεξιά. Αριστερά ο Δημήτρης Δροσατάκης ή Νταντάλας

Θα ήταν παράλειψη αν δεν παραθέταμε και την γνωστή-γνωστότατη μαντινάδα του Νταντάλα, όταν βρέθηκε στην Άνω Βιάννο το 1958, στα εγκαίνια του περικαλλούς-καθεδρικού ναού του Μιχ. Αρχαγγέλου, στον οποίο ορίστηκε ιερέας, ο εκ Κάτω Βιάννου Ιωάννης Μηλιαράς. Αυτό σχολιάστηκε ποικιλότροπα, αφού παρακάμφθηκαν σκανδαλωδώς οι Απανωβιαννίτες ιερείς. Το ποιητικό σχόλιο του Νταντάλα ήταν:

Σαράντα χρόνια στόλιζαν

στη Βιάννο μία νύφη

και τώρα την ε-δώκανε

σ’ ένα Κατωβιαννίτη!

Ωστόσο, κατά την τελετή των εγκαινίων, που είχε συρρεύσει πολύς κόσμος από τα γύρω χωριά, ο Νταντάλας παρατήρησε ότι κοβόταν σε τέταρτα ο άρτος και μ’ ένα τεράστιο πανέρι μοιραζόταν στις αρχές! Ο ειρηνοδίκης, ο πρόεδρος της Κοινότητας, ο Αγρονόμος, ο διοικητής της Αστυνομίας, ο Γυμνασιάρχης και οι λοιποί εκπρόσωποι των αρχών πήραν ολόκληρο άρτο (αλήθεια, τι άλλαξε από πότε;) ενώ οι χωροφύλακες, οι αγροφύλακες και οι λοιποί υπαξιωματούχοι έπαιρναν από ένα τέταρτο! Ο Νταντάλας ως άλλος Αριστοφάνης σχολίασε:

Στη μέσα μπάντα τσ’ εκκλησιάς

ήστεκα ωσάν το μπούφο

τον άρτο τονε φάγανε

όσοι φορούσαν σκούφο!!!

Στην ίδια εκείνη εκδήλωση, αισθάνθηκε αμήχανα ο Νταντάλας, γιατί, ευθύς μετά το πέρας της τελετής, όλοι οι κάτοικοι της κωμόπολης τράβηξαν για τα σπίτια τους, και δεν βρέθηκε κανείς να τον προσκαλέσει για να κάμουν παρέα και να στήσουνε το ζεύκι… Διαβάστε πώς σχολίασε αυτό το γεγονός:

Με όλη μου την όρεξη

ήρθα στο πανηγύρι

μα δεν εβρέθηκε άνθρωπος

να με ’χει μουσαφίρη!

Στη Βιάννο, όπως ήδη έχει λεχθεί, ερχότανε συχνά ο Δημήτρης. Εκεί είχε πάρα πολλούς φίλους και θαυμαστές, οπότε, ένα μεγάλο μέρος των ιστοριών του, έχουν καταγραφεί εκεί, στην πρωτεύουσα του Δήμου Βιάννου. Όπως είναι γνωστό, τους Απανωβιαννίτες τους παρανομιάζουν «κοράκους», γιατί, ως λέγεται, με ψύλλου πήδημα συγκεντρώνονται οσάκις θα δουν κάποιον έμπορο να πουλάει οτιδήποτε…

Το ποιητικό σχόλιο του Νταντάλα ήταν το ακόλουθο:

Στη Βιάννο επήγα μια φορά

απίδια καομένα (ώριμα)
κι ώσπου να λύσω τα σακιά

μου τα ’χαν φαγωμένα!

Ο Νταντάλας, ήταν μια ξεχωριστή προσωπικότητα, που ασφαλώς έχει θέση στην ιστορική καταγραφή. Κάποτε βρέθηκε σε κάποιο γλέντι και είχε μπεγιεντίσει την καφετζίνα, της οποίας είχε αφιερώσει κάμποσες μαντινάδες:

Απόψε μουσαφίρης σου

κι ό,τι κι αν θες με κάμε

κι  α-δε με βάλεις πάνω σου

κοιμούμαι εγώ και χάμαι

 

Ήθελα να σε φίλουνα

στη μέση, στη χωρίστρα
κι ας ήθελα α-με ξύσουνε

σαν το τυρί στη ξύστρα!

Η ιστορία είχε κακό τέλος, γιατί, ο άντρας της καφετζίνας πήρε χαμπάρι το… φλερτ και ενημέρωσε πάραυτα τον ενωμοτάρχη-διοικητή του αστυνομικού σταθμού, ο οποίος, τον συνέλαβε και τον οδήγησε στο κρατητήριο! Τα ξημερώματα, το μυαλό του Δημήτρη είχε ξελαμπικάρει κι ασφαλώς, είχε μετανιώσει για τις ερωτικές του ζαβολιές. Ξάφνου ανοίγει η πόρτα και εμφανίζεται ο ενωμοτάρχης. Ο Νταντάλας τον εκλιπαρεί: «Μα πε μου δα καπετάνιο, ίντα ήκαμα και με φυλάκισες;». Ο ενωμοτάρχης ασφαλώς και εγνώριζε την αθωότητα του Δημήτρη, αλλά, ό,τι έγινε το έκαμε για τα μάτια του κόσμου. Λέει λοιπόν στον κρατούμενο: «Πες μου μια μαντινάδα να σ’ αφήσω ελεύθερο»! Ο Νταντάλας, χωρίς πολύ σκέψη του λέει:

Δεν ξαναπιάνω μπλιο βυζιά

κύριε νωματάρχη

απού να πάρει ο διάολος

κι αυτά κι αυτή που τα ’χει!!!

Δυο εξέχουσες φυσιογνωμίες της Άνω Βιάννου: Αριστερά ο Νίκος Κατσαράκης και δεξιά ο Εμμ. Περτσουλής. Ο δεύτερος, προκάλεσε το στιχουργικό ταλέντο του Νταντάλα, όταν τον είδε να καβαλικεύει το γαϊδουράκι του…

Ο ματοσακός

Βρισκόμαστε στα τέλη της δεκαετίας του ’70 και ο Μήτσος, συνεχίζει να λείπει από το σπίτι του μια ή ακόμη και δυο βδομάδες, χωρίς οι δικοί του να γνωρίζουν πού βρίσκεται. Όχι, δεν ανησυχούσαν γιατί, είχαν συνηθίσει την τακτική του. Ο Νταντάλας ήταν αγρίμι, που δεν άντεχε τις κοινωνικές συμβατικότητες και τα οικογενειακά «πρέπει».  Κάποια μέρα, ένας Μπαρίτης, τον έβαλε σε μια Φλορέτα, το κλασικό δίκυκλο μοτοσακό της εποχής. Μόνο που μια αδέξια κίνηση του οδηγού, είχε σαν αποτέλεσμα το δίκυκλο να πάει μπροστά και ο Μήτσος να ξαπλωθεί φαρδύς-πλατύς στο οδόστρωμα. Όπως ήταν επόμενο το θέαμα προκάλεσε τον γέλωτα στους παρευρισκόμενους χωριανούς, και ο Νταντάλας διακωμωδώντας το περιστατικό σχολίασε σαρκαστικά:

Εφάλτσαρε ο ματοσακός

κι εγκρέμισε το Μήτσο

κι εγέλα και ο μπάσταρδος

που κλούθιενε από πίσω!

Συχνά, ήταν πελάτης του ΚΤΕΛ, προκειμένου να μεταφέρεται από χωριό σε χωριό. Σχεδόν πάντα άφραγκος, έβρισκε τον τρόπο να μεταφέρεται χωρίς να πληρώσει. Ο καλός φίλος, Χριστόφορος Παπαδογιαννάκης από τον Συκολόγο, για πολλά χρόνια εισπράκτορας στη γραμμή Ηράκλειο-Βιάννος, υποδέχτηκε στο απογευματινό λεωφορείο τον Νταντάλα, ο οποίος μπήκε από την Έμπαρο, με προορισμό την Άνω Βιάννο. Ο Χριστόφορος εγνώριζε πολύ καλά, ότι ο Δημητρός δεν διαθέτει μία και είχε ήδη αποφασίσει να του δωρίσει τα μεταφορικά και για αντάλλαγμα του εζήτησε μια μαντινάδα. Ο Νταντάλας, δίχως πολύ σκέψη είπε:

Θεέ μου, απού ’σαι στα ψηλά

και βλέπεις την Ελλάδα

δίνε και στον εισπράκτορα

μεγάλη μπουνταλάδα!!!

Στον Μεγάλο Πλάτανο

Ένα ανοιξιάτικο πρωινό ο Δημήτρης οράται στητός και καλοντυμένος, να κάθεται δίπλα στη βενετσιάνικη βρύση στο καφενείο μιας εμβληματικής μορφής, του Απόστολου Ψαρολογάκη, κάτω από το Μεγάλο Πλάτανο της Άνω Βιάννου. Μετ’ ολίγον μια άλλη γραφική φιγούρα της Βιάννου, κατήρχετο έφιππος με προορισμό τα Λιβάδια. Ο δυστυχής «μπουρίκος», αναστέναζε από το βάρος του Εμμ. Περτσουλή, του ευτραφούς εστιάτορα της Βιάννου, ο οποίος ναι μεν εκάθονταν στο σωμάρι, αλλά το ένα πόδι σχεδόν σερνόταν στο έδαφος. Το γαϊδούρι, μαθημένο στα δύσκολα, περπατούσε εξαιρετικά προσεκτικά το σοκάκι, έως ότου «σωπατήσει» στο καλόβολο. Η εικόνα προέτρεψε το ποιητικό-σκωπτικό ταλέντο του Νταντάλα, ο οποίος, εν ριπή οφθαλμού την αμόλησε:

Ε κακομοίρη γάιδαρε

κι αν τύχει ένα σκαλούνι

και πώς θα το ανεβοκατεβείς

με τέτοιο μουντουλούμι!

Ο Νταντάλας στην Άρβη, έξω από το περίπτερο του αξέχαστου Χαράλαμπου Λουλάκη.

 

Τα γένια

Το 1960 ο Δημήτρης Δροσατάκης βρέθηκε στο Μουχτάρο, ένα χωριό της Πεδιάδας, αυτό που σήμερα ονομάζεται Ευαγγελισμός. Ήταν στο καφενείο και έπαιζε τη λύρα του, όταν εμφανίζεται ένας νεαρός δάσκαλος με γένια. Οι παλιότεροι θυμούνται ότι τα γένια την εποχή εκείνη εθεωρούνταν ταυτόσημα της αλητείας. Στο πι και φι ο Νταντάλας λέει την ακόλουθη μαντινάδα:

Μαζί θα κουβεντιάζομε

μα πρέπει να ’χω κι έγνοια

γιατί δεν έχει η μούρη μου

σαν τη δική σου γένια!

Προέβλεψε το τέλος…

Ήταν ένα πρωινό του Οκτώβρη 1980, και ο Νταντάλας βρέθηκε σε ένα καφενείο στο Θωμαδιανό. Εκεί, μια παρέα Ηρακλειωτών έτρωγαν και έπιναν. Ο Δημήτρης άδραξε την ευκαιρία και ευθύς έβγαλε τη λύρα από το βουργιάλι, προκειμένου διασκεδάσει την παρέα, ίσως και να εκμαιεύσει κάποιο χρηματικό έπαθλο όπως και το κρασάκι του. Δυστυχώς όμως, η παρέα ήταν άμουση, και καμιά σημασία δεν έδινε στις όρτσες του Δημήτρη, στις κοφτές  κοντυλιές του και τις καλοφτιαγμένες μαντινάδες του. Τότε, είπε δυο μαντινάδες:

Η λύρα μου ’πε στο αυτί

«επείνασες λυράρη»
και με κακή σου όρεξη

το σέρνεις το δοξάρι

Να κόψω θέλω το κρασί

θα πίνω μόνο μπύρα

δεν ξαναπιάνεις μπλιό λεφτά

Δημήτρη από τη λύρα…

Λέγοντας αυτές τις δυο μαντινάδες, η λύρα του μπήκε στο βουργιάλι για να μην ξαναβγεί ποτέ πια… αφού λίγες ώρες αργότερα,  ο αυθεντικός αυτός ρεμπέτης της Κρήτης, ο Δημήτρης Δροσατάκης, ο θρυλικός Νταντάλας, από το Μηλλιαράδο της Βιάννου, εγκατέλειπε τα εγκόσμια μετά από τροχαίο που έγινε στην περιοχή Λινοκάμπια, μια αγροτική περιοχή ανάμεσα στη Μάρθα και στην Άνω Βιάννο…

Πηγή: έντυπη έκδοση Ηχώ της Βιάννου