Νότια Κρήτη
Ο Κρητικός που έζησε το “Αμερικάνικο όνειρο”!
Ο 80χρονος σήμερα Μανώλης Σχοιναράκης επισκέπτεται συχνά την Κρήτη
Του Γιάννη Φραγκιαδάκη
Ο, 80χρονος σήμερα, Μανώλης Σχοιναράκης, με καταγωγή από την Αγία Βαρβάρα Δήμου Γόρτυνας, έχει μια εμφάνιση που δεν προδίδει -με τίποτα!- την ηλικία του και μια ζωή σαν μυθιστόρημα…
Μετανάστης από τα 15,5 χρόνια του στην Αμερική, όπου πρόκοψε επαγγελματικά, δουλεύοντας σκληρά στο χώρο της εστίασης, δημιούργησε εκεί και μια όμορφη οικογένεια με τη Λιβανέζα σύζυγο του Βίκυ, με την οποία παντρεύτηκαν το 1976 και απέκτησαν δύο κόρες, τη Ρωξάνα & την Αλέξια αλλά και εγγόνια.

Ο Μανώλης Σχοιναράκης επισκέπτεται συχνά την Κρήτη και το χωριό του την Αγία Βαρβάρα Δήμου Γόρτυνας όπου ζουν τα αδέρφια του και άλλοι συγγενείς του -“οι Σχοιναράκηδες είμαστε μεγάλο σόι”, όπως λέει- εκφράζοντας μεγάλη αγάπη για τον τόπο καταγωγής του.
Η ιστορία που μας αφηγήθηκε, στις Μοίρες όπου τον συναντήσαμε, ξεκινά από το λιμάνι του Ηρακλείου, από όπου τον ξεπροβόδισαν οι γονείς του, Γιώργος Σχοιναράκης, γνωστός ως “Λεβεντογιώργης” και Ροδάνθη το γένος Δασκαλάκη, από την Αγία Βαρβάρα, να ταξιδέψει εκτός Κρήτης, για να μπαρκάρει στα δεκαπέντε και κάτι, μόλις, χρόνια του, για να βρει την τύχη του.
Στη Νέα Υόρκη
Οι δρόμοι της θάλασσας τον οδήγησαν κάποια στιγμή πολύ μακριά: Όταν έφτασε, ναυτόπουλο, στην πιό συναρπαστική Μητρόπολη του κόσμου, τη Νέα Υόρκη, αποφάσισε, με πολύ θάρρος, τόλμη και ρίσκο, να αφήσει το καράβι και μείνει στην Αμερική για να βρει την τύχη του. Όπως θυμάται: “Mετά από 29 μέρες ταξίδι φτάσαμε στη Νέα Υόρκη. Μια μέρα πριν αποπλεύσει από κει το καράβι, ήτανε χιονιά-είχε πολύ χιόνι κι εγώ σαν παιδί έκανα χιονόμπαλες και τις πετούσα και συγχρόνως έκανα βήματα προς τα πίσω, χώθηκα σε ένα στενό και εξαφανίστηκα…
Πήγα στο κέντρο της πόλης που είχε πολυκοσμία, σκεφτόμουνα που θα κοιμηθώ το βράδυ, μπήκα σε ένα εγκαταλειμένο κτίριο, ξάπλωσα μέσα σε μια μπανιέρα και σκεπάστηκα με εφημερίδες και χαρτόνια. Κάθε βράδυ πήγαινα εκεί, τη μέρα έβρισκα μισοφαγωμένα σάντουιτς και άλλα τρόφιμα στα σκουπίδια κι έτσι επιβίωνα.

Πλένοντας πιάτα
Μετά από ένα μήνα άκουσα δύο ανθρώπους στο δρόμο που μιλάγανε ελληνικά, τους είπα ότι “με λένε Μανώλη κι είμαι από την Κρήτη”- “κι εμένα η γυναίκα μου είναι από την Κρήτη’, είπε ο ένας που ήταν από την Άνδρο και είχε έρθει κι αυτός, όπως μου είπε, σκαστός από καράβι στη Νέα Υόρκη. Με βοήθησε ο άνθρωπος, μου βρήκε ένα δωμάτιο και μια δουλειά να πλένω πιάτα σε ταβέρνα. Κάποια στιγμή γνώρισα ένα Ρεθυμνιώτη που μου πρότεινε μια άλλη δουλειά, σε νυχτερινό κέντρο, με τα διπλάσια χρήματα-από 30 δολλάρια που έπαιρνα θα κέρδιζα 70. Καθώς έκανα οικονομία, μάζεψα αρκετά χρήματα και έστελνα στην Κρήτη, του πατέρα μου και πήραμε περιουσία στην Αγία Βαρβάρα”.
Στην Ουάσινγκτον
“Από έναν Κρητικό αγόρασα στη Νέα Υόρκη ένα μαγαζί Jewish delicatessen (εβραϊκό παντοπωλείο εκλεκτών ειδών διατροφής) που ήταν 24ωρες ανοικτό. Το κράτησα για δύο χρόνια και μετά το πούλησα κι έφυγα για την πρωτεύουσα της Αμερικής, την Ουάσινγκτον. Εκεί είδα μια επιγραφή ότι σύντομα ανοίγει “Myconos Restaurant”- πήγα και ζήτησα δουλειά, με πήραν.
Τότε γνώρισα τη γυναίκα μου που πήγαινε σε μπαλέτο στην περιοχή και της είπα κάποια στιγμή “θέλω να σε παντρευτώ γιατί μοιάζεις πολύ με Κρητικιά…”. Θυμάμαι ότι συγκινήθηκε με την πρόταση μου και με γνώρισε αμέσως στους δικούς της. Με το γάμο η ζωή μου έγινε πιο ωραία και πιό ήρεμη γιατί μέχρι τότε ήταν μια περιπέτεια…”. Τώρα πάω κι έρχομαι στην Αμερική-Κρήτη.
Όσο για το μυστικό της νεότητας του;
“Προσέχω τη διατροφή μου-δεν τρώω πολύ κρέας, τρώω πολλά λαχανικά, όσπρια και ψάρι. Γυμνάζομαι κάθε μέρα και στην Αμερική κι εδώ στην Κρήτη- περπατάω με το σκύλο μου στο Γεργιανό αόρι…”.
